Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ
ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
Αφηγητής: Και ο Ιησούς άνοιξε το
στόμα του και δίδασκε τους μαθητές του με παραβολές λέγοντας: Άραγε ποιος είναι
ο πιστός και φρόνιμος δούλος που ο Κύριος τον κατέστησε επιστάτη στους υπηρέτες
του για να δίνει σε αυτούς την τροφή στον καιρό της; Μακάριος εκείνος ο δούλος
που όταν έλθει ο Κύριος του, τον βρει έτσι. Αλήθεια σας λέω θα τον κάνει
επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντα του. Αν όμως ο κακός εκείνος δούλος, σκέφτεται
στην καρδιά του : ο Κύριος μου θα αργήσει να επιστρέψει, και αρχίσει να δέρνει
τους συνδούλους του, μάλιστα να τρώει και να πίνει με αυτούς που μεθάνε. Θα’ ρθει ο Κύριος του δούλου εκείνου σε μέρα που δεν προσμένει
και σε ώρα που δεν ξέρει και θα τον αποχωρίσει, και θα τον βάλει μαζί με τους
υποκριτές, εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.
Και τότε τους δίδασκε με παραβολή και τους είπε: Η
βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με άνθρωπον που
ήθελε να πάει σε χώρα μακρινή και κάλεσε τους δούλους του και παρέδωσε τα
υπάρχοντα του. Στον ένα έδωσε 5 τάλαντα, στον άλλο 2 και σε έναν άλλο 1
τάλαντο, στον καθένα σύμφωνα με την ικανότητα του, και αμέσως αποδήμησε.
Δ5 Ο Κύριος έφυγε και μας
τα παρέδωσε όλα.
Δ2 Ναι κι εμείς με την
περιουσία του μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε.
Δ5 Ότι θέλουμε;
Δ2 Ναι, δεν μας είπε να
αρχίσουμε αμέσως τη δουλειά, αυτός έφυγε και τα άφησε όλα σε εμάς. 5 σ' εσένα,
2 σ' εμένα και 1 σ' αυτόν εκεί.
Δ1 Και ένα σ' αυτόν εκεί.
Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα κι 1 σ' αυτόν εκεί.
Δ2 Τι μπορούμε εμείς να
πούμε γι αυτό;
Δ1 Ναι, τι να πείτε γι αυτό; 5 και 2 και ένα και μοναδικό για μένα. Εμένα δε με
εμπιστεύθηκε περισσότερο. Γιατί όχι 3+3+ 2 εμένα, με αδίκησε.
Δ2 Αυτός είναι κύριος,
μοιράζει όπως αυτός θέλει.
Δ1 Εσύ πάντως πολύ εύκολα
το κατάλαβες, 5 τάλαντα; δηλαδή εγώ είμαι 5 φορές ανάξιος; Ή 2 φορές;
Δ2 Ένα τάλαντο είναι πολύ,
κάτι μπορείς με αυτό ν' αρχίσεις να κάνεις, μπορείς ν' αγοράσεις ένα χωράφι και
να σου δώσει σοδιά ένα τάλαντο είναι πολύ!!!
Δ5 Αλλά δεν μας είπε τι
πρέπει να κάνουμε.
Δ1 Μάλιστα δεν μας είπε,
όχι δεν μας είπε! Εγώ δεν κάνω τίποτε, αυτό θα κάνω.
Δ2 Όμως μπορώ να ρωτήσω
κάτι; Γιατί μας τα έδωσε τα τάλαντα; μπορούσε να τα κρατήσει.
Δ5 Έχεις δίκιο. Κάτι
πρέπει να κάνουμε με τα τάλαντα, αλλοιώς δεν
χρειαζόταν να μας τα δώσει, αυτό είναι σωστό πρέπει να κάνουμε κάτι.
Δ1 Είπες ένα τάλαντο είναι
πολύ αυτό δεν λες;
Δ2 Ναι
Δ1 Εντάξει αλλά αν αποτύχω
και χάσω κι εγώ συνεχίσω να παίζω την περιουσία του Κυρίου μου και χάνω ξανά
και ξανά και παίζω, σαν να είχα πολλά και χάνω και τρίτη και τέταρτη φορά και
παίζω συνέχεια και χάνω συνέχεια στο τέλος δεν θα 'χω τίποτα. Ένα τάλαντο; μόνο
ένα; Κι αυτός είναι πολύ αυστηρός Κύριος, δεν κάνει τίποτε, μου δίνει κάτι και
φεύγει, και δεν μου λέει ούτε ένα λόγο. Κι εγώ πρέπει να δουλέψω και να γεμίσω
τις δικές του αποθήκες; Δεν κάνω τίποτε, δεν κάνω τίποτε.
Δ2 Μπορούσε να μην σου
δώσει τίποτε.
Δ1 Και να έδινε σε σας από
4 ε; Ίσως θα 'ταν καλύτερα.
Δ5 Και όμως σου έδωσε και
σου εμπιστεύθηκε.
Δ1 Δεν κάνω τίποτε.
Δ5 Κρίμα σου. Εγώ όμως
κάτι θα κάνω. Αυτά τα τάλαντα στα χέρια μου θα αυξηθούν θ' αγοράσω ένα αμπέλι ή
ένα χωράφι.
Δ1 Δεν κάνω τίποτε.
Δ5 Πρέπει να το σκεφθείς
σοβαρά.
Δ1 Δεν κάνω τίποτε.
Δ2 Κι εγώ θα κάνω κάτι,
και στα δικά μου χέρια θα αυξηθούν αυτά τα τάλαντα, θα κάνω εμπόριο και θα
κερδίσω Θ' αγοράσω διάφορα πολύτιμα πράγματα από την Αίγυπτο ή από τη Σικελία.
Δ1 Εγώ δεν κάνω τίποτε.
Αφηγητής: Και πήγε αυτός που πήρε τα 5
τάλαντα και δούλεψε με αυτά και κέρδισε άλλα 5. Το ίδιο και αυτός με τα 2
τάλαντα δούλεψε και κέρδισε με αυτά άλλα 2. Αυτός όμως που πήρε το 1 τάλαντο...
Δ1 Εγώ πήρα 1 τάλαντο 1
και μοναδικό, μόνο ένα και τίποτε άλλο και πρέπει με αυτό το 1 να είμαι και
ευχαριστημένος, και οι άλλοι αυτοί που πήραν 5 και 2; Δύο είναι ήδη περισσότερο
από 1. Αυτοί μπορούν ν' αγοράσουν και αμπέλια και χωράφια, αλλά με 1 τι να σου
κάνει 1 τάλαντο; Αυτοί μπορούν να πάνε στην Αίγυπτο στη Σικελία ν' αγοράσουν
πολύτιμα πράγματα και να τα ξαναπουλήσουν ακριβότερα.
Ναι αυτοί μπορούν ν' αποφασίσουν και ακόμη να ρισκάρουν και αν χάσουν κάτι πάλι
θα τους μείνει να επιστρέψουν στον Κύριο αλλά εγώ; Γιατί έμενα ο Κύριος μου
έδωσε μόνο ένα τάλαντο, δεν με εμπιστεύθηκε περισσότερο; Δεν αξίζω καθόλου εγώ,
είμαι δηλαδή τόσο ανάξιος απ' αυτούς; Είπε θα τους δώσω σύμφωνα με την
ικανότητα τους έτσι ακριβώς είπε και μετά έφυγε, και δεν μπορώ να τον ρωτήσω
ούτε να παραπονεθώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτε απολύτως, κι έτσι θα είμαι ο
αποτυχημένος δούλος μάλιστα καταδικασμένος.
Τι να έκανα που δεν μπορούσα να παραμερίσω τους
άλλους και να πάρω εγώ τα πολλά; Φοβήθηκα. Μήπως είμαι δειλός; Αυτός είναι
αυστηρός έχει πολλές απαιτήσεις ζητάει τα αδύνατα τα ακατόρθωτα, όχι δεν
γίνεται τίποτε. Να εδώ το έχω ένα τάλαντο ένα ολόκληρο τάλαντο, και αυτοί σου
λένε το ένα τάλαντο είναι πολύ, τίποτα δεν είσαι δεν έχεις καμιά αξία.
Τ Εάν ήμουνα στο χέρι του
φτωχού......
Δ1 Μη μιλάς για φτωχούς.
Τ Εάν ήμουνα στο χέρι του
φτωχού αυτός ήξερε πώς να με χρησιμοποιήσει.
Δ1 Στο χέρι του φτωχού;
Στο δικό μου χέρι είσαι, το καταλαβαίνεις; σ' εμένα ανήκεις μόνο σ' εμένα.
Τ Εγώ ανήκω στον
Κύριο
Δ1 Εγώ όμως μπορώ να σε
διαχειριστώ, όπως εμένα μου ταιριάζει, έτσι όπως εγώ θέλω.
Τ Έτσι όπως ο Κύριος
θέλει
Δ1 Ο Κύριος έφυγε, εγώ
αποφασίζω, εγώ κάνω κουμάντο
Τ Ο φτωχός... θ' αγόραζε
ένα χωράφι, ένα μικρό χωραφάκι, και θα το έσπερνε σιτάρι, και θα θέριζε και θα
ζούσε αυτός και το περίσσευμα θα το έδινε στον Κύριο, αυτό θα έκανε ο φτωχός.
Δ1 Και αν το χωράφι
χαλάσει, ή αν πάνε τα ζώα και φάνε το σανό, και όταν πας να θερίσεις βρεις το
χωράφι άδειο, μια έρημο;
Τ Πρέπει να τολμήσεις,
απλά χρειάζεσαι τόλμη, οι φτωχοί το ρισκάρουν και λένε και τι έχω να χάσω; Ή
μπορείς ν' αγοράσεις ένα καΐκι.
Δ1 Και άμα η τρικυμία το
βουλιάξει;
Τ Ή ένα καραβάνι.
Δ1 Άλλα, όχι εγώ. Τι
ξέρεις εσύ για τον Κύριο; Τι μπορείς να ξέρεις εσύ για τον Κύριο; Αυτός δε θα
με ρωτήσει για τον καιρό που χάλασε το σιτάρι ή για την τρικυμία που βούλιαξε
το καΐκι, αλλά θα μου πει που είναι το τάλαντο μου; Αυτό θα μου πει κι εγώ τι
να του πω συγνώμη Κύριε που... Δεν το ξέρεις εσύ πόσο αυστηρός είναι;
Τ Άκου μπορείς να με
βάλεις στην τράπεζα και δεν θα χρειαστεί καθόλου να κουραστείς. Εγώ θα δουλέψω
για σένα, θα μεγαλώνω και θ' αυξάνομαι σαν από μόνο μου. Και όταν έρθει ο
Κύριος μπορείς να με επιστρέψεις, μαζί μ' εκείνο που θα κερδίσεις, αυτό να
κάνεις.
Δ1 Ποιόν μπορείς να
εμπιστευθείς ένα τάλαντο στην τράπεζα, ποτέ και κανέναν.
Τ Ε τότε τι θέλεις να κάνεις μ' εμένα;
Δ1 Αμέσως θα σου πω τι θα
κάνω, πρόσεξε τι θα σου πω. Πίσω απ' το σπίτι του Κυρίου είναι ένα μέρος εκεί
δεν πάει κανένας, θα σηκωθώ τη νύχτα που δε με βλέπει κανένας θα πάω και θα
σκάψω ένα βαθύ λάκκο, εκεί θα σε βάλω θα σε σκεπάσω με χώμα, και κανένας δεν θα
μπορεί να ξέρει που σε έχω κρύψει.
Τ Μη το κάνεις αυτό.
Δ1 Γιατί να μην το κάνω.
Θα είσαι κρυμμένο εκεί, και δεν θα μπορεί κανένας να σε πάρει, εκεί δεν θα
πάθεις τίποτα είναι η καλύτερη ασφάλεια. Και όταν ο Κύριος επιστρέψει θα σε
βγάλω, και θα σε δώσω πίσω στον Κύριο, όπως σε πήρα. Αυτό θα κάνω.
Τ Μη το κάνεις αυτό.
Δ1 Μήπως φοβάσαι; Εκεί δεν
μπορεί να σε κλέψει κανένας, αλλά και αν σε κλέψει εγώ απαλλάσσομαι από κάθε
ευθύνη, διότι εγώ φρόντισα και σε έκρυψα, κι έτσι δεν θα ευθύνομαι για σένα.
Τ Σίγουρα δεν θέλεις να έχεις φροντίδες, δεν
θέλεις να δουλέψεις. Αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι ο Κύριος θέλει να εργασθείς μ'
εμένα, ο Κύριος θέλει να με βάλεις στην Τράπεζα, ο Κύριος θέλει να ρισκάρεις.
Δ1 Ο Κύριος θέλει, ο
Κύριος θέλει, ποιος θέλει; Εγώ θέλω! Θα σε κρύψω στο χώμα και θα σε
επιστρέψω όπως είσαι, άθικτο.
Αφηγητής: Και αυτός που πήρε 1
τάλαντο πήγε και έκρυψε το τάλαντο του κυρίου του.
Δ2 Δεν έπρεπε να το κάνεις
αυτό.
Δ1 Εσένα να σε νοιάζει για
τα δικά σου, αυτό που εγώ έκρυψα θα μείνει.
Δ2 Όμως δεν θα αυξηθεί δεν
θα φέρει καρπό.
Δ1 Τι με νοιάζει εμένα για
καρπό, εγώ θέλω να το έχω σίγουρο για μένα και για τον Κύριο μου, δεν ήθελα να
το διακινδυνέψω. Ναι δεν θα αυξηθεί αλλά ούτε και θα λιγοστέψει, έτσι δεν θα
έχω σκοτούρες και φροντίδες στο μυαλό μου.
Δ2 Δεν ανήκουν σε εμάς
ούτε αυτό που εγώ έχω, ούτε αυτό που εσύ έχεις, και των δύο μας ανήκουν στον
Κύριο μας, εμείς πρέπει να εργασθούμε, πρέπει να τα αυξήσουμε. Δεν είμαστε
εμείς μαζί στο έργο του, δεν υποστήκαμε μαζί τους
κόπους και τα φορτία όλα με τις χαρές; Και όταν επιστρέψει και θα επιστρέψει
σίγουρα, θα πάμε μπροστά του και θα του πούμε:
Δ1 Ορίστε το δικό σου που
μας έδωσες.
Δ2 Όχι, ορίστε το δικό σου
που μας έδωσες, και το άλλο που εμείς κερδίσαμε.
Δ1 πρέπει να του είναι
αρκετό αν πάρει αυτό που μας έδωσε.
Δ2 Όχι αυτός θέλει
διαφορετικά.
Δ1 Εγώ θέλω
διαφορετικά, εγώ και μόνον εγώ.
Δ2 Μη ξεχνάς πως είμαστε
δούλοι.
Δ1 Όχι το σκέφτομαι κάθε
ώρα και στιγμή , και δεν μπορώ ν' απαλλαγώ απ' αυτό.
Και τώρα έφυγε κι εγώ δεν θέλω να είμαι πια δούλος του.
Δ2 Όμως δεν μπορείς ν'
αλλάξεις τα πράγματα, ποιος μπορεί να σε ελευθερώσει. Όχι, όχι δεν έπρεπε να το
κάνεις αυτό.
Αφηγητής : Και μετά πολύ καιρό
επέστρεψε ο Κύριος των δούλων εκείνων και ζητάει λογαριασμό από τον καθένα
τους.
Κύριος : Καλέστε τους δούλους
μου κοντά μου και πείτε τους ο Κύριος επέστρεψε και θέλει να κάνει λογαριασμό
μαζί σας. Θα τους εξετάσω και από τον καρπό τους θα τους γνωρίσω. Ένα καλό
δέντρο δεν μπορεί να φέρει κακούς καρπούς, ούτε ένα σάπιο δέντρο μπορεί να
φέρει καλούς καρπούς. Κάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και ρίχνεται
στη φωτιά.
Αφηγητής: Και τότε έρχεται αυτός
που πήρε τα 5 τάλαντα και είπε:
Δ5 Κύριε 5 τάλαντα μου
έδωσες. Να, κέρδισα άλλα 5 επιπλέον.
Κύριος: Πολύ σωστά. Εύγε δούλε
αγαθέ και πιστέ. Στα λίγα στάθηκες πιστός σε πολλά θα σε καταστήσω. Μπες μέσα
στη χαρά του Κυρίου σου.
Αφηγητής: Μετά έρχεται αυτός με τα
2 τάλαντα και είπε:
Δ2 Κύριε 2 τάλαντα μου
έδωσες. Να, κέρδισα άλλα 2 επιπλέον.
Κύριος: Πολύ σωστά. Εύγε δούλε
αγαθέ και πιστέ, στα λίγα στάθηκες πιστός σε πολλά θα σε καταστήσω. Μπες μέσα
στη χαρά του Κυρίου σου.
Αφηγητής: Ήρθε κι εκείνος που πήρε
το 1 τάλαντο και είπε:
Δ1 Κύριε σε γνωρίζω ότι
είσαι αυστηρός άνθρωπος, θερίζεις όπου δεν έσπειρες, και συγκεντρώνεις όπου δεν
διασκόρπισες, γι αυτό φοβήθηκα και έκρυψα το τάλαντο
σου στο χώμα, να πάρε το δικό σου.
Κύριος: Αυτά είναι όλα όσα
έχεις να πεις;
Δ1 Κύριε βρίσκομαι μπροστά
στο δικαστικό σου βλέμμα και ξέρω ότι είμαι ανάξιος και ότι είμαι ένας δούλος
σου, αυτά έχω να πω. Και νομίζω ότι σου είναι αρκετό που σου επιστρέφω το δικό
σου άθικτο χωρίς κανένα ελάττωμα.
Κύριος: Σου έχω δώσει ένα
τάλαντο;
Δ1 Τους άλλους όμως έδωσες
5 και 2 κι εμένα 1 τάλαντο μόνο, ένα και μοναδικό, και οι άλλοι...
Κύριος: Σου έδωσα ένα τάλαντο;
Δ1 Κύριε μπορούσα να το
χάσω, μπορούσα ν' αποτύχω, να το παίξω και να τα χάσω και να είμαι τώρα με
άδεια χέρια μπροστά σου.
Κύριος: Σου έδωσα 1 τάλαντο
ναι ή όχι; Σ' αυτό επιμένω και ρωτάω.
Δ1 Ναι Κύριε μου έδωσες 1
τάλαντο.
Κύριος: Γιατί το έκρυψες;
Δ1 Το σκέφθηκα για πολύ
καιρό, ήθελα ευχαρίστως να δουλέψω αλλά ήταν πολύ λίγο και...
Κύριος : Και;
Δ1 Και μετά σε φοβήθηκα.
Κύριος : Φοβήθηκες ; Γιατί με
φοβήθηκες;
Δ1 Φοβήθηκα να μην το
χάσω, και σε ήξερα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος και αυστηρός.
Κύριος: Με ήξερες ότι είμαι
σκληρός και αυστηρός, όπως είπες και παρόλα αυτά πήγες και το, έκρυψες το
τάλαντο μου; Και το ' ξέρες ότι είχες να κάνεις με την οργή μου. Γιατί δεν
το πήγες στην τράπεζα;
Δ1 Κύριε θέλεις να
θερίσεις όπου δεν έσπειρες και να συγκεντρώσεις όπου δεν διασκόρπισες;
Κύριος: Θέλεις να με ελέγξεις
κιόλας, να μου κάνεις και παρατηρήσεις ε; είμαι εγώ ο Κύριος ή όχι;
Δ1 Ναι Κύριε, είσαι.
Κύριος: Είσαι εσύ ο δούλος ή
όχι;
Δ1 Ναι Κύριε, είμαι δούλος
σου.
Κύριος: Μόνο ο Κύριος θερίζει
και συγκεντρώνει, η δουλειά του δούλου είναι να σπέρνει και να δουλεύει. Γιατί
έκρυψες το τάλαντο;
Δ1 Οι άλλοι όμως....
Κύριος: Με τους άλλους μην
ασχολείσαι.
Δ1 Μα ήταν πολύ λίγο...
Κύριος: Μόνο ο Κύριος μοιράζει,
και ο δούλος παίρνει αυτό που του δίνουν και θα κάνει ότι θέλει ο Κύριος,
χωρίς να ρωτάει, και χωρίς να βλέπει τους άλλους αρνητικά που πήραν
περισσότερα.
Δ1 Σου το δίνω πίσω όλο το
δικό σου.
Κύριος: Εγώ όμως θέλω πίσω όχι
μόνο το δικό μου αλλά και το δικό σου που έπρεπε να κερδίσεις. Διότι δικά μου
είναι, σε μένα ανήκουν όλα επειδή κι εσύ δικός μου είσαι. Αλλά όποιος είναι
πονηρός και οκνηρός αφήνει τα υπάρχοντα μου ανεκμετάλλευτα. Γι
αυτό υπάρχουν, για να αυξάνονται και να καρποφορούν. Γι
αυτό υπάρχουν. Γιατί το έκρυψες;
Δ1 Είχα φόβο.
Κύριος: Δεν ήθελες, αυτό είναι
όλο, εγώ σου χάρισα την εμπιστοσύνη μου, αλλά εσύ δεν την χρησιμοποίησες.
Δ1 Εάν το ήξερα;
Κύριος: Ο Κύριος βγάζει την
απόφαση, φθάνει πια. Όποιος αγαπάει ξέρα τι να κάνει. Εάν με αγαπούσες θα
τολμούσες, κάτι θα έκανες. Η αγάπη τα ρισκάρει όλα.
Δ1 Είχα φόβο.
Κύριος: Στην αγάπη δεν υπάρχει
φόβος, αλλά εσύ δεν είχες καθόλου αγάπη, αυτό είναι. Κι εγώ περίμενα την δική
σου αγάπη, αυτό που μου φέρνεις είναι πολύ λίγο.
Δ1 Συγνώμη κύριε…
Κύριος: Είναι πολύ αργά. Πάρτε απ' αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε αυτόν που έχει
τα 10 τάλαντα, διότι σε αυτόν που έχει θα του δοθεί με το παραπάνω, και αυτός
που δεν έχει και αυτό που έχει θα του το πάρουν. Και τον άχρηστο δούλο.......
Αφηγητής: Ποιος λοιπόν είναι ο
πιστός και φρόνιμος δούλος τον οποίον ο κύριος κατέστησε επί των υπηρετών αυτού
για να τους δίνει την τροφήν στον καιρό της. Μακάριος
ο δούλος εκείνος τον οποίον όταν έλθει ο Κύριος αυτού τον βρει να κάνει έτσι.
Αλήθεια σας λέγω θα τον κάνει επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντα του.
ΤΕΛΟΣ