Η ΜΕΡΑ
ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η φωνή
του Χριστού
Ιδού, στέκομαι στην πόρτα και κρούω. Αν κάποιος ακούσει τη φωνή
μου και ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του, θα δειπνήσω μαζί του και αυτός
μαζί μου. (Κρούει την πόρτα)
Παναγιώτης
Παπαδιαμαντόπουλος
Να
πάρει η ευχή ! Δεν μπορείς να ησυχάσεις ούτε δευτερόλεπτο ! Ούτε την εφημερίδα
σου δεν μπορείς να απολαύσεις. Ποιος είναι ;
Η φωνή
του Χριστού
Είμαι
το άτομο που περίμενες.
Παναγιώτης
Εγώ ;!
Μα δεν περίμενα κανένα !
Η φωνή
του Χριστού
Μπορώ
να μπώ ;
Παναγιώτης
Δεν
κατάλαβα, πώς «μπορώ να μπω» ; Εδώ είναι σπίτι μου, και δεν είναι εδώ μπάτε σκυλιά αλέστε. Δεν σας κάλεσα κύριε! (Συνεχίζει να
διαβάζει την εφημερίδα. Παύση. Κτυπάει ξανά η πόρτα).
Ακούστε με καλέ μου, δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, ... μπορώ να κάνω κάτι για σας
...
Η φωνή
του Χριστού
Θα
ήθελα να μπω.
Παναγιώτης
Κοιτάξτε,
σήμερα το βράδυ είναι αδύνατον. Είμαι πολύ απασχολημένος. Περάστε μια άλλη φορά
όταν θα είμαι λιγότερο πιεσμένος. Την Τετάρτη, για παράδειγμα. (Κάθεται ξανά
και διαβάζει την εφημερίδα. Σιωπή. Πάλι κτυπάει η
πόρτα.) Είναι γελοίο ! Πόσες φορές πρέπει να σας το πω ; (Σηκώνεται ξανά
και πηγαίνει στην πόρτα) Καλά εν
τάξει. Κατά βάθος ενδιαφέρομαι πάρα πολύ για όσα έχετε να μου πείτε. Ξέρω
επίσης ότι πολύς κόσμος ούτε θα γύρναγε να σας μιλήσει, αλλά εγώ δεν είμαι απ’
αυτούς. Όχι, αλήθεια ! Μπήκα στο κόπο να διαβάσω και το βιβλίο σας ... δηλαδή
ένα μέρος. Κοιτάξτε όμως, είμαι πολυάσχολος και κουρασμένος. Η γυναίκα μου
είναι πολυάσχολη και κουρασμένη, ακόμα και ο σκύλος είναι πολυάσχολος και
κουρασμένος. Εδώ πέρα είμαστε όλοι ψόφιοι, εν τάξει ; Να πιάσω κουβέντα μαζί
σας, δεν ζητάω τίποτ’ άλλο, αλλά προς το παρόν είναι
αδύνατον, το καταλάβατε ; Θα δούμε αργότερα. Μπορεί να περιμένει μια ή δυο
μέρες.
Κάθεται και αρχίζει πάλι το
διάβασμα. Συνεχίζουν να κτυπάνε στην πόρτα αλλά ο
Παναγιώτης δεν αντιδρά. Συνεχίζει την ανάγνωσή του.
Ξαφνικά,
πιάνει την καρδιά του, λιποθυμεί. Προσπαθεί να
σηκωθεί, φωνάζει βοήθεια. Σωριάζεται κάτω από καρδιακή προσβολή. Η Μαρία και η
Αντωνία μπαίνου.
Μαρία
Άρχισε
από τις σκάλες, Αντωνία, εγώ θα κάνω το πάτωμα. Εν τάξει ;
Αντωνία
Εεεε .... Μαρία, έλα να δεις λίγο.
Μαρία
Πο πο πο
! Λες να είναι εδώ πολύ καιρό ;
Αντωνία
Μπα,
λίγες ώρες το πολύ.
Μαρία
Πάντως, δεν είναι καθ’όλου
σόι.
Αντωνία
Ας πάμε
γρήγορα να καλέσουμε την αστυνομία. Δεν αντέχω την όψη ενός πτώματος.
Μαρία
Πάντως,
σε βάζει σε σκέψη, έτσι δεν είναι ;
Αντωνία
Πιο
πράγμα ;
Μαρία
Πάντα
αναρωτιέμαι που πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν.
Βγαίνουν. Ο Παναγιώτης
σηκώνεται με δυσκολία. Κοιτάζει γύρω του πανικόβλητος. Βλέπει τη πόρτα, πηγαίνει
μέχρι εκεί και αρχίζει να κτυπάει.
Παναγιώτης
Είναι
κανένας εκεί ; Σας παρακαλώ, είναι κανένας εκεί. Εγώ είμαι, ο Παναγιώτης Παπαδιαμαντόπουλος. Εεε ... Ο
Παναγιώτης. Ο Παναγιωτάκης ... ο Τάκης, ναι μπράβο.
Με θυμόσαστε ; Μπορώ να μπω, λοιπόν ; (Σιωπή) Έχουμε ξαναϊδωθεί. Ήταν
σπίτι μου ... δηλαδή ... στη πόρτα ... μιλήσαμε για λίγο. Θα ερχόσασταν πάλι να
με δείτε λίγο αργότερα. Θα ερχόσασταν ... Θυμόσαστε ; Σας είπα να ξανάρθετε. Σας είπα ότι μπορείτε να ξανάρθετε.
(Σφυροκοπά την πόρτα με πολύ δύναμη )
Η φωνή
του Χριστού
Ποιος
είναι ;
Παναγιώτης
Εγώ είμαι, ο Παναγιώτης, με θυμόσαστε ;
Η φωνή του Χριστού
Ουδέποτε σε γνώρισα. (ο Παναγιώτης γυρνάει και
μένει απολιθωμένος, κοιτάζοντας το κοινό)
ΤΕΛΟΣ