Το σχισμένο Ευαγγέλιο
ΣΚΗΝΗ Α΄
(Στη
σκηνή κάθεται η Μαρία σε μια καρέκλα και πλέκει. Απ΄ έξω ακούγεται ο
βιβλιοπώλης που φωνάζει:)
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Η
Αγία Γραφήηηη… Τα Ιερά Γράμματααα… Η ανάγκη της εποχής μας…… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(μονολογεί)
Αχ αυτή η ζωή, όλο πίκρες και βάσανα. Από το πρωί που σηκώνεσαι όλο πίκρες,
δουλειά, φαϊ, τρεχάματα, φτώχιες, έξοδα και γκρίνιες. Βαρέθηκα πια τη μιζέρια
της και τη μονοτονία της. Σαράντα χρόνια τώρα θυμάμαι τον εαυτό μου στη λάτρα
και στη φτώχεια του σπιτιού. Δεν υπάρχει άραγε λίγη ευτυχία σ΄ αυτή τη ζωή
μας; |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
(μπαίνοντας
στη σκηνή) Καλημέρα κυρά… Περνώντας σκέφτηκα μήπως θέλεις να σου δώσω ένα
βιβλίο που μιλάει για χαρά και ευτυχία και πιστεύω πως θα σου κάνει καλό σαν
το διαβάσεις. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Αχ
παιδάκι μου! Δε πιστεύω πια σε καμιά ευτυχία. Για μας τους φτωχούς δεν
υπάρχει ευτυχία. |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Μη
το λες αυτό καλή μου κυρά. Αν διαβάσεις αυτό το βιβλίο θα δεις πως ο Θεός
είναι Πατέρας μας και μας αγαπάει και θέλει την ευτυχία μας. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Έλα
Χριστέ και Παναγιά!!! Έτσι που καταντήσαμε παιδάκι μου ο Θεός μας ξέχασε. Δε
βλέπεις που από την κακία μας δε μπορούμε να δούμε μια μέρα άσπρη; Και κείνοι
οι μεγάλοι κατά που τους λένε, βάζουνε τα παλικάρια του κοσμάκη και
σκοτώνονται σα τα γαλιά και συ μου μιλάς για Θεό;;; Στο λέω και να με
θυμηθείς. Ο Θεός μας βαρέθηκε και μας παράτησε στη τύχη μας. |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Κι
όμως κυρά. Τούτο το βιβλίο που θέλω να σου δώσω λέει πως ο Θεός έστειλε το
παιδί Του εδώ κάτω και πέθανε για μας. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Τι
πράγματα είν΄ αυτά που λες παλικάρι μου; Είμαι σαράντα χρονών και δε
ξανάκουσα τέτοια λόγια και συ τόσο δα παιδί διάβασες το Θεό και κατάλαβες πως
μας αγαπάει; |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Κι
όμως σ΄αυτό το βιβλίο που λέγεται Ευαγγέλιο θα μάθεις και συ πως ο Χριστός
ήρθε δω κάτω, πέθανε για σένα και σαν αυτό μονάχα το πιστέψεις ο Θεός θα σ΄
αγκαλιάσει, θα σε γεμίσει χαρά και βεβαιότητα πως μια μέρα θα πας κοντά Του,
αφήνοντας την κακία και τη μιζέρια των ανθρώπων. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Σαν
καλά είν΄ αυτά παιδάκι μου… Και δε μου λες, αφού είμαι τόσο αμαρτωλή πρέπει
να διαβάζω μονάχη μου το Ευαγγέλιο. Αυτό λένε πως είναι αμαρτία. Και μη
ξεχνάς πως δε ξέρω και τόσα γράμματα για να το ξηγάω, γιατί λένε πως τούτο
είναι για τους γραμματιζούμενους. |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Λάθος
κάνεις κυρούλα. Ο Θεός έγραψε το Λόγο Του για να τον διαβάζουν και να τον
καταλαβαίνουν όλοι. Κι αν σου τύχει κάτι και δεν το καταλαβαίνεις θέλει να
Του το πεις και Αυτός θα στο ξηγήσει μες στην καρδιά σου. Κείνο που μόνο
θέλει από σένα είναι να πιστεύεις πως μπορεί να στο ξηγήσει. Θυμήσου ότι κι
οι απόστολοί Του ήτανε αμόρφωτοι ψαράδες. Άλλωστε ο Θεός θέλει όλοι οι
άνθρωποι να Τον καταλαβαίνουν είτε είναι γραμματισμένοι είτε αγράμματοι,
πλούσιο ή φτωχοί. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Αφού
είναι έτσι πιστεύω πως το Ευαγγέλιο μπορώ να το διαβάσω και θα το πάρω.
Έπειτα μου είπες πως δεν είναι αμαρτία αυτό. Πόσο κάνει; |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Πέντε
δραχμές μονάχα. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(μονολογεί)
Μπας κι ο Γιάννης βάλει τις φωνές με τις φτώχιες που μας δέρνουν!!
(αποφασιστικά) Εγώ θα το πάρω και θα κόψω τη δόση του έμπορα αυτή τη βδομάδα.
(Παίρνει το βιβλίο και από τα έγκατα του μαντηλιού της βγάζει τρεις δραχμές:
ένα πενηνταράκι και δεκαπέντε δεκάρες ή πέντε λεπτά). |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
(ενώ
της το δίνει) Εύχομαι κυρά μου ο Θεός να σε βοηθήσει να το διαβάσεις με
προσοχή και να δεχθείς την αγάπη Του στην καρδιά σου για να ΄ρθει το φως του
Χριστού μέσα σου, έτσι που σαν ξαναπεράσω συ και όλο σου το σπιτικό να ΄χετε
γίνει παιδιά του Θεού που μας βρήκε στην αφιλόξενη γη μας και μας έπιασε από
το χέρι σε τούτη εδώ την ερημιά για να μας οδηγήσει αιώνια κοντά Του. Ο Θεός
μαζί σου κυρά… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Να
πας στο καλό παιδάκι μου. Με τα λόγια σου σα να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου
κι άρχισα να πιστεύω ότι πραγματικά ο Θεός δε με ξέχασε και μένανε την
άμοιρη, μόλο που ΄χω κάνει τόσα και τόσα στη ζωή μου. Θα διαβάσω το βιβλίο
σου κι ό,τι δεν καταλαβαίνω θα ζητάω από το Θεό να μου το ξηγάει. Μόνο που
σκέφτομαι τον άντρα μου που δεν πιστεύει τίποτα. |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Μη
στεναχωριέσαι. Ο Θεός είναι μεγάλος και μπορεί κι αυτουνού την καρδιά να την
μαλακώσει. Ζήτησέ Του κι αυτό και θα δεις. (Της δίνει το χέρι του και φεύγει από
την αντίθετη διεύθυνση). (Η
Μαρία με ευλάβεια ξανακάθεται και ανοίγει τη Γραφή της στην πρώτη
σελίδα:-διαβάζει δυνατά- «Βίβλος της Γενεαλογίας….ο Αβραάμ εγέννησε
…(μονολογεί) Μυστήρια πράγματα Θεούλη μου. Θα πρέπει ξέρεις να τη διαβάσω όλη
για να την καταλάβω… Προπάντων προσοχή γιατί τώρα μιλάει ο Θεός. (δυνατά προς
το Θεό) Βοήθα με Θεούλη μου να καταλάβω τα λόγια Σου, φτωχιά γυναίκα είμαι
εγώ και το μυαλό μου δε κόβει πολλά πράγματα. (Ενώ είναι απορροφημένη στη
μελέτη μπαίνει ο Γιάννης. Είναι εξαγριωμένος και λέει δυνατά στη γυναίκα του) |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Όλη
την ημέρα να φωνάζεις, να πίνεις τη σκόνη, να ακούς τις ιδιοτροπίες… «Μπαρμπα
– Γιάννη τα κάρβουνα που μου ΄δωσες χθες καπνίζανε». Τι να σου κάνω κυρά μου,
δεν ήμουνα εκεί όταν τα φτιάχνανε. Με την άλλη θα πάω και θα βάλλω τα χέρια
μου στη φωτιά για να γίνουν καλύτερα…Κατάλαβες αδελφέ… Να γυρίζεις σαν την
άδικη κατάρα όλη μέρα, να μην έχεις κάνει σεφτέ, να σε τραβάει ο μπακάλης και
ο φούρναρης, να σε δέρνει το κρύο και η γκρίνια της γυναίκας σου και από πάνω
η άλλη (προσποιούμενος γυναικεία φωνή): «…Μπάρμπα – Γιάννη δεν ήσαν καλά τα
κάρβουνά σου χθες…» (στρεφόμενος στη γυναίκα του)… Τι είναι αυτό που
διαβάζεις; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Ευαγγέλιο. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Τι
έκανε λέει; Δεν είσαι καλά γυναίκα…Σίγουρα η φτώχεια σε βάρεσε στο κεφάλι.
Ποιος αγύρτης πάλι σου σήκωσε τα λειψά σου μυαλά και σε έβαλες να διαβάζεις
παραμυθάκια για μικρά παιδιά… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Τι
λες Γιάννη μου; Αυτό είναι ο Λόγος του Θεού. Μιλάει για τη αγάπη του σε μας,
που θέλει να μας κάνει παιδιά Του και να μας πάρει στον ουρανό κοντά Του. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(ειρωνευόμενος)
Καλά σου είπα γω πως θέλεις γιατρό… Τι Θεό και αγάπη του μου ψέλνεις; Δω
σήμερα έχεις; Έχεις τον παράδεισο. Δεν έχεις;.. Ζεις στην κόλαση… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(με
σοβαρότητα) Λάθος έχεις Γιάννη μου. Ούτε τρελάθηκα , ούτε με γελάσανε. Σήμερα
ο Θεός με έναν άνθρωπο μου μίλησε και μου πε πως όξω από τη φτώχεια μας, κει
πάνω στον ουρανό ο Θεός ο πατέρας μας ενδιαφέρεται για μας, για τη ψυχή μας
και πως όξω από τις κακίες μας και τις μιζέριες μας μας χάρισε το μονάκριβό
παιδί Του για να μας τραβήξει κοντά Του… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(Κουνά
το κεφάλι του κοιτάζοντάς την παράξενα)… Και δε μου λες σε παρακαλώ που το
βρήκες; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Τ΄
αγόρασα πέντε δραχμές… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(έξω
φρενών) Ορίστε κατάσταση. Να τρέχεις όλη μέρα κι αυτή εδώ να πετάει τα λεφτά
για να αγοράζει παραμυθάκια. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Κάπως
πειραγμένη) Τι κάνεις έτσι Χριστιανέ μου! Τα λεφτά αυτά ήταν από τις
οικονομίες μου για τον έμπορα… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(στο
ίδιο ύφος) Κολοκύθια και βλακείες. Να βρεις αυτόν τον εξυπνάκια και να του
πεις να ψάξει αλλού για κορόιδα γιατί
εμάς το κάρβουνο μας έχει μαυρίσει το μάτι περισσότερο από το δικό του. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(φανερά
πειραγμένη) Μου φαίνεται πως συ παλάβωσες. Που θες να τον βρω χριστιανέ μου; |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Δε
ξέρω γω τι μου λες. Να τον βρεις και μακάρι να κόψεις το λαιμό σου. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(θυμωμένη)
Άκου δω σε παρακαλώ σαν πολύ σου πάει να κάνεις τον αφέντη δω μέσα. Μη ξεχνάς
πως σου ΄φερα την προίκα μου κι όλη μέρα στραβώνομαι στο πλέξιμο για να
μπεκροπίνεις συ τα βράδια. Αφού το θέλεις όμως έτσι, παρόλο που δε σου
αξίζει, τα μισά απ΄ότι έχουμε είναι δικά σου και τα υπόλοιπα δικά μου… Ορίστε
μας… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(Έξαλλος
αρπάζει το βιβλίο βίαια από τα χέρια της και το σχίζει επιδεικτικά λέγοντας):
Ορίστε πάρε το μερίδιό σου…(της δίνει το μισό και κτυπώντας τα πόδια του
βγαίνει από τη σκηνή βιαστικά). (Η
Μαρία πέφτει συντριμμένη στο κάθισμα κλαίγοντας). |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(μονολογεί
μέσα από τα αναφιλητά της) Αχ αυτοί οι άνδρες! Τι εγωιστές που είναι… Τι του ΄κανα
τώρα Θεούλη μου και σήκωσε αυτή τη θεομηνία. Μας νομίζουν βλέπεις για σκλάβες
και μόνο το χατιράκι τους πρέπει να γίνεται. (Απότομα κοιτάζει το σχισμένο
ευαγγέλιο στα χέρια της και λέει έντρομη)… Και τώρα; Που μου το ΄σχισε πως θα
μάθω για την αγάπη του Θεού; Καλύτερα να μη περνούσε καθόλου αυτός ο καλός
άνθρωπος. Τώρα είμαι πιο δυστυχισμένη από πριν… (μπαίνει για γυναίκα). |
ΓΥΝΑΙΚΑ |
: |
Τι
έχεις κυρά-Μαρία μου και κλαις; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Να,
σήμερα πέρασε ένας άγιος άνθρωπος και μου ΄δωσε τούτο το βιβλίο. Μου είπε πως
ο Θεός με αγαπάει και θέλει την ευτυχία μου. Την ώρα που το διάβαζα ήρθε ο
προκομμένος μου και θύμωσε επειδή έδωσα πέντε δραχμές. Και να σκεφτείς πως
τις είχα για τον έμπορα. Μου τ΄άρπαξε και μου το ΄σχισε στα δυο και το μισό
το κράτησε για τον εαυτό του. Θε μου, πως θα μάθω τώρα για το δρόμο που οδηγεί
στον ουρανό; Πως θα μάθω; |
ΓΥΝΑΙΚΑ |
: |
Καλέ
σαν πολύ μασημένα μου τα λες! Δε λέω βέβαια πως καλά έκανε ο άνδρας σου, αλλά
δεν έχεις ακούσει πως είναι αμαρτία να πιάνουμε ευαγγέλια; Κι έπειτα πως θα
το καταλάβεις εσύ; Αυτό μόνο οι κύριοι του μεγάλου κόσμου μπορούν και το
καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνει ότι ο παντοδύναμος μας ξέχασε; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Λάθος
έχεις Φωτεινή μου. Δεν είναι αμαρτία να διαβάζουμε, γιατί ο καλός Θεός το ΄γραψε
και για μένα τη καρβουνιάρισσα και για σένα την πλύστρα. Εγώ διάβασα λίγο και
το κατάλαβα και σου λέω πως γράφτηκε για όλους μας, γιατί όλους μας μας
αγαπάει ο Θεός. |
ΓΥΝΑΙΚΑ |
: |
(κουνώντας
το κεφάλι της λυπητερά) Τέλος πάντων. Γω τι να σου πω … Ζαλίζουμαι σα
σκέφτομαι το Θεό, το Χριστό και το Ευαγγέλιο. Γι΄αυτό άστα αυτά για κείνους
που ΄χουνε τη γνώση. (Χωρίς να περιμένει την πιάνει από το μπράτσο, τη
σηκώνει και εξερχόμενες από τη σκηνή της λέει:) Πάμε να μου δώσεις το σίδερό
σου, γιατί το βράδυ πρέπει να παραδώσω στο μαγαζί δουλειά, χρονιάρες μέρες
που ΄ρχονται. (Βγαίνουν από τη σκηνή) |
ΣΚΗΝΗ Β΄
(Ο
Γιάννης κάθεται. Είναι ακόμα εξαγριωμένος και μονολογεί:)
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Κατάλαβες
αδελφέ; Να παραδέρνεις από το πρωί μέχρι το βράδυ, σαν την άδικη κατάρα, κι
όχι Θεός να μη σε ακούει, αλλά ούτε ο διάβολος. Εδώ ο κόσμος βουτήχτηκε στο
αίμα, οι μεγάλοι πατάνε στο λαιμό τους μικρούς, ο πολισμάνος σε κυνηγάει από
γωνία σε γωνία, σε τρώνε τα βερεσέδια κι ο άλλος σου λέει για το Θεό. Μα αν
υπήρχε δε θα ΄πρεπε να δώσει συγκοπή σε κείνον που πατάει το μικρό και μυαλό
στον πολισμάνο να σταματήσει το κυνηγητό που μου κάνει και της μεγάλης κυρίας
να της πει πως δεν πρέπει να στέλνει την υπηρέτριά της να μου λέει διαρκώς:
«Δεν είναι δω η κυρία, πέρασε αύριο»… Κι από πάνω να έχεις τη γυναίκα σου να
σου διαβάζει ευαγγέλια. Καλά μου ΄λεγε ο Νώντας… Τι τη θέλεις βρε Γιάννη την
παντρειά; Εδώ τρομάζεις να γεμίσεις το δικό σου στομάχι και θ΄αποχτήσεις κι
άλλα;… Και να ΄ταν μόνο αυτό!!... Βλέπετε η γυναίκα είναι το ίδιο… Τι δέκα,
τι είκοσι, τι σαράντα χρονών που ΄ναι η δική μου!... Βλακεία και μόνο βλακεία
μπορεί να βγάλει από μέσα της… Ξέρεις τι θα πει να γυρίζεις στο σπίτι σου ξεθεωμένος
από τη δουλειά, σα βρικόλακας από τη καρβουνόσκονη κι αντί να βρεις τη
γυναίκα σου να σε περιμένει για να σε ανακουφίσει, να τη βρίσκεις με κρεμασμένα
τα χείλη να διαβάζει, τι παρακαλώ;… ευαγγέλια… (απότομα βάζει το χέρι του στη
δεξιά τσέπη του και τραβάει μια εφημερίδα. Διαβάζει αργά και τονιστά)…
«Ρώσικα πυραυλοκίνητα κατευθύνονται εις Αίγυπτον και Συρίαν. Η Αμερική θα
αποτρέψει δια του γιγαντιαίου στόλου της πάσαν ρωσικήν απειλήν… (και παρακάτω
διαβάζει)… Η Βουδαπέστη μετεβλήθη εις σωρούς ερειπίων από 4.000 τανκς και
200.000 στρατόν, ενώ οι δρόμοι είναι γεμάτοι πτώματα»… Ορίστε κατάσταση. Πού
‘ναι ο Θεός παρακαλώ; Καλά λέω γω πως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό… Θα πάρω
την εφημερίδα και θα την πετάξω στη μούρη της χαζής της γυναίκας μου… Που
΄ναι κυρά μου ο Θεός σου; Δε βλέπεις πως ο κόσμος κατάντησε σφαγείο; Κι αν
υπάρχει δεν πολυσκοτίζεται για τον κόσμο μας… Καλά κάνω γω και δε πιστεύω σε
τίποτα (διπλώνει την εφημερίδα νευρικά και τη βάζει στην αριστερή τσέπη του
που είναι το μισό ευαγγέλιο. Το χέρι του ακουμπάει σε αυτό και μονολογεί με
απορία) Τι ΄ναι τούτο;… (το βγάζει περίεργος, το κοιτάζει και λέει) Α! Το
παραμυθάκι της γυναίκας μου!!... Για να δούμε όμως τι ιστοριούλες γράφει;
(διαβάζει στην πρώτη του σελίδα: Λουκάς ιε΄ 20 – 24). Μονολογεί με απορία)…
Βρε για στάσου τούτο φαίνεται πολύ παράξενο. Τούτο το παιδί φαίνεται κάτι να
΄κανε στον πατέρα του και τώρα να μετάνιωσε, αλλά ο πατέρας του σαν να μην
του κράτησε κακία και καθώς βλέπω δω το περίμενε να γυρίζει και το δέχθηκε
στην αγκαλιά του, το έντυσε και από τη χαρά του έκαμε ολόκληρο γλέντι. Σαν
καλός πατέρας να μου φαίνεται αυτός. Δε μοιάζει με μένανε. Αλλά σα τι να του
΄κανε το παιδί του; Σίγουρα στ΄άλλο μισό που ΄χει η γυναίκα μου θα έχει την
αιτία (ελαφρά εξαγριωμένος). Δε θα της γίνει όμως το χατίρι, δε πρόκειται να
τη ρωτήσω. Αν με ρωτήσει αυτή πάει καλώς, εγώ δε ρίχνω τα μούτρα μου. Ορίστε
μας εκεί. Αυτό έλλειπε. Να μας κάνουν οι γυναίκες ό,τι θέλουνε. (απευθυνόμενος
στο ακροατήριο) Τι να σας πω… Αν χάλασε ο κόσμος μας, χάλασε από τις
γυναίκες… Πιστέψτε με, ας είμαι καρβουνιάρης, κάτι κόβει και το ξερό το δικό
μας… (με αυτά τα λόγια βγαίνει από τη σκηνή με ύφος σπουδαίου ανθρώπου). |
ΣΚΗΝΗ Γ΄
(Η
ίδια σκηνή της Α΄ Πράξης. Η Μαρία έχει διαβάσει το μισό ευαγγέλιο και βρίσκεται
στο Λουκά ιε΄ 11-19, τα οποία διαβάζει δυνατά).
ΜΑΡΙΑ |
: |
(μονολογεί)
Τι ωραίο βιβλίο! Ό,τι μου ΄πε κείνο το παλικάρι το γράφει δω μέσα. Γράφει πως
ο Θεός μας αγαπά, ότι έστειλε το παιδί του δω κάτω στη γη και μπήκε στη
δύστυχη ζωή μας και τέλος πέθανε για τις αμαρτίες μας πάνω στο σκληρό σταυρό…
Αλήθεια τι καλός είναι ο Χριστός… Πόση καλοσύνη. Πόσους αρρώστους έκανε καλά,
πόσους παρηγόρησε, πόσους τάισε στην έρημο… Κι όμως με πόση κακία του φέρθηκαν
οι άνθρωποι!... Τον έπιασαν στο τέλος, τον έδειραν, τον έφτυσαν, του φόρεσαν
στεφάνι αγκάθινο, του φόρτωσαν ένα βαρύ σταυρό και στο τέλος του κάρφωσαν τα
χέρια Του τα άγια, που ΄κοψαν το ψωμί, που ευλόγησαν τα παιδάκια, που
γιάτρεψαν κι ανάστησαν τόσους και τόσους. Του κάρφωσαν και τα πόδια, που
΄τρεξαν να δώσουν παρηγοριά, κουράγιο, ανακούφιση… Κι όλα αυτά για μας…
Θεούλη μου δε το χωράει ο νους μου… Και λέει δω μέσα πως μονάχα σα το
πιστέψουμε πως για μας τα ΄παθε, θα γίνουμε αδέλφια Του κι ο Θεός θα μας
κάνει παιδιά Του… Αλλά και τούτη δω η ιστορία σαν παράξενη μου φαίνεται.
Μιλάει για ένα παιδί που άφησε το πατέρα του, πήρε την περιουσία του και
τράβηξε το δρόμο του… Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί έφυγε από τον πατέρα του. Μου
φαίνεται τόσο καλός… Κι έπειτα δεν καταλαβαίνω τι ΄ναναι τούτα τα χαρούπια
που λέει και γιατί δεν του ΄δινε κανένας να φάει κι ύστερα σαν τι να του
΄κανε το παιδί… Χριστέ μου συ που ΄σαι τόσο καλός πες τ΄ανδρός μου να μου
γυρίσει πίσω τ΄ άλλο μισό και φώτισε με να καταλάβω τα λόγια Σου… Αλήθεια να
τον δέχτηκε ο πατέρας του;… ή όταν τον είδε σε κείνα τα χάλια να τον έδιωξε;…
Σίγουρα όμως αν τον κράτησε θα τον έστειλε στους στάβλους ή στο βουνό με τα
πρόβατα για να μη ρεζιλεύει την οικογένεια… Αλλά πάλι το θάρρος του παιδιού
του… Να γυρίσει μετά την περιφρόνησή του στη στέγη του πατρικού του…Να
σκεφθεί πως θα τον συγχωρούσε ο πατέρας του μετά την προσβολή που του ΄κανε;…
Θα πρέπει αυτός ο πατέρας να είναι πάρα πολύ καλός… Αχ, πόσο θέλω να μάθω το
τέλος τούτης της ιστορίας;… Σίγουρα ο καλός Χριστός κάτι θέλει να μας πει με
τούτη την παράξενη ιστορία!... Σαν καταφέρω να του πάρω του Γιάννη το άλλο
μισό θα μάθω την αλήθεια. (Υψώνοντας κάπως τη φωνή ενώ συνεχίζει να
μονολογεί) Δε θα του γίνει όμως το χατίρι. Δεν πρόκειται να του το ζητήσω… Αν
με ρωτήσει αυτός πάει καλά, εγώ δε ρίχνω τα μούτρα μου . Ορίστε μας εκεί!...
Αυτό δα έλλειπε, να μας κάνουν οι άντρες ότι θέλουνε… ( απευθυνόμενη στο
ακροατήριο) Τι να σας πω… Αν χάλασε ο κόσμος μας, χάλασε από τους άντρες.
Πιστέψτε με, ας είμαι καρβουνιάρισσα κάτι κόβει και το ξερό το δικό μας….
(Πάνω σε αυτό μπαίνει ο Γιάννης ήρεμος).
|
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Τα
έμαθες τα νέα; Ο κόσμος μας βουτήχτηκε και σκοτώνεται, γιατί φαίνεται
βαρέθηκε τη ζωή. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Έτσι
που την κατάντησε καλά κάνει και σκοτώνεται. Αφού αφήκαμε το Θεό και
τραβήξαμε το δρόμο μας θερίζουμε τώρα. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Αλήθεια
βρε γυναίκα, οι άνθρωποι είναι όλοι ίδιοι… Έχεις, σ΄αγαπάνε, είσαι δυνατός,
σε φοβούνται… Άμα δε τα ΄χεις τούτα σε πατάνε στο λαιμό, όμοια όπως τις
ημέρες μας που οι μεγάλοι τρώνε τους μικρούς σαν τα θεριά… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(Μονολογεί)…
σα να μοιάζουνε τούτα με τη μισή ιστορία που διάβασα… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Τι
λες; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Να
κάτι σκεφτόμουνα. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Ξέρεις
γυναίκα, άρχισα να πιστεύω πως μόνο σα γυρίσει ο κόσμος στο Θεό θα δούμε
άσπρες μέρες. (απότομα) Δε μου λες βρε Μαρία… Κείνο το Ευαγγέλιο που ΄σκισα προχθές
έχει μια μισοτελειωμένη ιστορία… (η Μαρία τον κοιτάζει απότομα και με απορία.
Ο Γιάννης συνεχίζει) Παρόλο που ορκίστηκα να μη στο ζητήσω, τι να σου πω;..
σαν κάτι να με τρώει εδώ μέσα μου… Παράξενα πράγματα λέει… Για ένα παιδί που
γυρνάει στον πατέρα του λέει πως αυτός το δέχτηκε παρόλο που μου φαίνεται να
του ΄κανε πολύ κακό. Κι όμως αυτός ο πατέρας το δέχτηκε στην αγκαλιά του, όχι
μόνο αυτό αλλά και πως το περίμενε στο παραθύρι κι όταν το ΄δε από μακριά
κείνος πρώτος έτρεξε και ρίχτηκε πάνω του χωρίς να σκεφθεί τη βρωμιά του, τα
κουρελιασμένα του ρούχα και τη ντροπή του κόσμου για το κατάντημα του παιδιού
του, χώρια την προσβολή που του ΄χε κάνει στα καλά καθούμενα απ΄ ότι
κατάλαβα. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έβαλε τους υπηρέτες του και τον έπλυναν, και
τον άλλαξαν και τον ξανάκαμε γιο του τιμημένο σαν και πρώτα… Μυστήρια ιστορία
βρε γυναίκα… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Και
γω Γιάννη μου ήθελα να σε ρωτήσω για το τέλος αυτής της ιστορίας, γιατί
ξέρεις; Το δικό μου λέει πως ο γιος στα καλά καθούμενα πήρε το μερτικό του
κάποια μέρα και τράβηξε το δρόμο του. Πήγε σε χώρα μακρινή και κει έμπλεξε με
παρέες, του ΄φαγαν τα λεφτά και κατάντησε να βόσκει γουρούνια και να τρώει
χαρούπια μαζί τους… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Αλήθεια
μωρέ γυναίκα, τούτη η ιστορία σα να μοιάζει με μας… Σ΄όλη μας τη ζωή ούτε που
νοιαστήκαμε για το Θεό. Και να το κατάντημά μας… Παραδέρνουμε στις κακίες
μας… Είτε έχουμε, είτε δεν έχουμε η ζωή μας είναι μαύρη… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Καλά
λες Γιάννη μου… Πρέπει να φύγαμε από τον πατέρα μας το Θεό, γι΄ αυτό την
κάναμε κόλαση τη ζωή μας. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Βλέπεις
ποσό αγάπη είχε για το παιδί του τούτος ο πατέρας. Όσα και του ΄κανε δεν
στάθηκαν ικανά να το απορρίψει από την καρδιά του… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(σκεπτική)…
Είμαι σίγουρη πως εμείς είμαστε το παιδί της ιστορίας και ο Θεός είναι ο
πατέρας. Πιστεύω Γιάννη μου πως σαν και μεις γυρίσουμε σ΄αυτόν θα μας δεχθεί,
γιατί μας αγαπάει παρόλη την αποστασία μας και την αμαρτία μας σ΄ Αυτόν…
Ξέρεις (του δείχνει το βιβλίο) δω μέσα διάβασα πως ο Θεός είναι παντού κι αν
με πίστη τον ζητήσεις θα μπει στην καρδιά σου και θα σε γεμίζει χαρά. Θ σε
ντύσει με την αγάπη Του και θα σε κάνει δικό Του παιδί και θα σ΄έχει μαζί του
για πάντα… όπως λέει ο καλός Χριστός σε αυτή την ιστορία… |
ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ |
: |
(Μπαίνει
κρατώντας ένα φυλλάδιο) Γεια σας. Τι κάνετε; Πως πάνε οι φτώχιες; |
ΜΑΡΙΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Καλά
εσύ τι γίνεσαι. Από φτώχιες άλλο τίποτα. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Από
φτώχιες μη ρωτάς. Μας τάραξε η αναδουλειά και τα χρέη. Εσείς κυρ-Πέτρο πως τα
βολεύετε; (Εν τω μεταξύ η Μαρία του δίνει ένα κάθισμα). |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Κάθισε
κυρ-Πέτρο μου. Δεν έχουμε και τίποτε να σε φιλέψουμε στο φτωχικό μας.
(απότομα) Τι ΄ναι φτούνο που κρατάς; |
ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ |
: |
Α,
ναι, σήμερα ήρθε σπίτι μου εν΄ανήψι και μου το ΄δωσε. Έχει μια ιστορία πολύ
ωραία μα και παράξενη… Μιλάει για το Θεό και το Χριστό και για κάποιο
αξιωματικό που τονε συγχώρεσε ο Θεός από τις αμαρτίες του… |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Αλήθεια;
Για διάβασέ μας το Κυρ Πέτρο. |
ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ |
: |
Με
συμπαθάτε, αλλά είμαι πολύ βιαστικός. Θα σας τ΄ άφηνα, αλλά το πάω της
γυναίκας μου που δε πιστεύει σε τίποτα. Θα σας πω όμως με δικά μου λόγια στα
πεταχτά τι λέει. |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(ανυπόμονα)
Πες μας βρε αδερφέ… γιατί και μεις σήμερα κάτι τέτοια διαβάζαμε. |
ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ |
: |
Ήτανε
λέει κάποιος αξιωματικός βαριά τραυματισμένος σε ένα νοσοκομείο. Λίγο πριν
ξεψυχήσει τον επισκέφτηκε ο πατέρας του που ήταν ιεραπόστολος. Του μίλησε για
μια ακόμα φορά και του ΄πε πως ο Θεός και τώρα τον περιμένει για να τον
συγχωρέσει αν αυτός γυρίσει σ΄Αυτόν. Αυτός ο αξιωματικός πολλές φορές είχε
ξανακούσει από τον πατέρα του για την αγάπη του Θεού, όμως του άρεσε να ζει
μακριά από τον Χριστό, μέσα στον κόσμο και τις παρέες του. Παρόλα τούτα ο
Θεός πάντα τον αγαπούσε και πάντα τον περίμενε να γυρίσει. Σε αυτά τα λόγια η
ψυχή του αξιωματικού λύγισε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του.
Ρώτησε με σβησμένη φωνή τον πατέρα του αν πραγματικά παρόλη την αποστασία του
και την προσβολή με τη ζωή του που ΄χε δώσει στο Θεό, θα τον δεχόταν. Τότε ο
πατέρας του του εξήγησε πως ο καλός Θεός του τάχει συγχωρέσει όλα και πως μονάχα
σαν αυτός πιστέψει πως ο Χριστός πέθανε γι΄αυτόν πάνω στο σταυρό θα γίνει
παιδί Του και θα πάει κοντά Του όταν φύγει από αυτή τη ζωή. Στην αρχή δε το
χώρεσε ο νους του ετοιμοθάνατου παλικαριού, αλλά σαν του το βεβαίωσε ο
πατέρας του ξανά το δέχτηκε και με σβησμένη φωνή, γιατί ο θάνατος είχε
αρχίσει να τον εγγίζει, ευχαρίστησε το Θεό που τον δέχτηκε και δεν του
κράτησε κακία ή δεν τον έδιωξε όπως αυτός τον αρνιόταν στη ζωή του. Έτσι μετά
από λίγα λεπτά ξεψύχησε με το όνομα του Χριστού στο στόμα και με τη
βεβαιότητα στην καρδιά πως θα πάει κοντά στο Θεό… Τι να σας πω; Πολύ
συγκινητική ιστορία τούτη μα και πολύ παράξενη, πολύ παράξενη! Ο Θεός, λέει,
μας αγαπάει και παρόλη την αμαρτία μας, έστειλε δω κάτω το Χριστό και πέθανε
για μας και σαν μονάχα το πιστέψουμε τούτο θα βεβαιωθούμε πως θα πάμε κοντά Του
στον ουρανό. Ποιοι; Εμείς!... Οι αμαρτωλοί στον ουρανό… Ε! τι τα θέλετε!...
Πάνε να μου σαλέψουνε τα μυαλά. (επικρατεί σιγεί και κατάνυξη)… |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(μονολογεί
σιγά)… Αλήθεια πολύ παράξενα… |
ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ |
: |
Μένα
θα με συμπαθάτε… βιάζουμε. (απότομα και δυνατά). Μην τα ανακατεύετε και πολύ
εφτούνα, είναι για τους σοφούς. Εσύ αγάπα το γείτονα και κάνε το καλό κι ο
Θεός θα σου χει μια θεσούλα στον παράδεισο, κατά που το λένε και τα χαρτιά…
Γεια σας… |
ΜΑΡΙΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Να
πας στο καλό. Να δώσεις χαιρετίσματα στο σπίτι. (Ο
κυρ Πέτρος φεύγει). |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(με
κατάνυξη μονολογώντας)… άραγε θα με συγχωρήσει και μένα ο Θεός που ποτέ στη
ζωή μου δεν το σεβάστηκα και πάντα τον αρνιόμουνα; Μπα είμαι πολύ
αμαρτωλός!... |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Τι
λες Γιάννη μου… Δεν είδες με αυτόν τον αξιωματικό που τον συγχώρεσε ο Χριστός
και με το παιδί της ιστορίας μας που ο πατέρας δεν κοίταξε το κατάντημά του
παρά μονάχα το αγκάλιασε; |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
(με
συντριβή)… Θεέ μου πιστεύω πως είμαι αμαρτωλός, όμως πιστεύω πως εσύ κι έτσι
με δέχεσαι, γιατί έστειλες το παιδί σου για μας τους αμαρτωλούς. Σε παρακαλώ
΄δεξου με και μένα και καθάρισέ με από τις αμαρτίες μου. |
ΜΑΡΙΑ |
: |
(με
κατάνυξη συνεχίζει την προσευχή)… Σε ευχαριστούμε μεγάλε μας Πατέρα για την
αγάπη Σου σε μας. Είμαστε χειρότεροι κι από το ληστή, όμως το παιδί σου τον
συγχώρησε, γι΄ αυτό πιστεύω πως και μας μας δέχεσαι στη στοργική σου αγκαλιά…
Βοήθησέ μας να μείνουμε κοντά σου σε όλη μας τη ζωή. (αυτή
τη στιγμή ακούγεται ο βιβλιοπώλης). |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Η
Αγία Γραφήηη… Τα Ιερά Γράμματααα… Η ανάγκη της εποχής μας… (Ο Γιάννης και η
Μαρία κρατούν το μισό βιβλίο στα χέρια τους και κοιτάζουν προς τη διεύθυνση
που έρχεται ο βιβλιοπώλης). Καλή
μέρα κυρά…(βλέπει ξαφνιασμένος το σχισμένο ευαγγέλιο στα χέρια τους)… Τι είν΄
αυτό; |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Δεν
είναι τίποτε παιδάκι μου. Να, προχθές ο Γιάννης μου φουρκίστηκε για το
τάλαρο. Τώρα όμως ο Θεός μας άνοιξε τα μάτια και οι καρδιές μας ενώθηκαν στην
αγάπη τη δικιά Του… Μας δέχθηκε-το πιστεύουμε τούτο- σαν τον άσωτο γιο της
ιστορίας, (Ο Γιάννης πάντα συντριμμένος λέει) |
ΓΙΑΝΝΗΣ |
: |
Συγχωρέστε
με δεν ήξερα. Τα βάσανα μου χανε πετρώσει την καρδιά. Τώρα νοιώθω κάτι μέσα
μου να λειώνει και μια σιγουριά γιομίζει το είναι μου. Πιστεύω πως ο Θεός
συγχώρεσε και τούτη την αμαρτία μου. Εσείς θα με συγχωρέσετε; |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
Τι
λες αδελφέ μου!... Αφού ο Θεός σου συγχώρησε τόσα χρόνια μακριά Του, μαζί με
τα γουρούνια και τα χαρούπια, δε θα σε συγχωρέσουμε εμείς; (απότομα) Να σας
δώσω ένα άλλο!... |
ΜΑΡΙΑ |
: |
Ξέρεις
Γιάννη μου σκέφθηκα να ενώσουμε τούτο το Ευαγγέλιο που μας ένωσε με το Θεό.
Θα μας κάνει πάντα να θυμόμαστε με τι θαυμαστό τρόπο ο Θεός μας ένωσε με τη
δικιά Του αγάπη, την αληθινή αγάπη, για να ΄μαστε μαζί Του για πάντα. (Δίνει
στο Γιάννη το δικό της και τρέχει και φέρνει λίγο παπιέ-γκομέ. Ο Γιάννης με
ευλάβεια ενώνει τα δυο κομμάτια, ενώ ο Βιβλιοπώλης τους παρακολουθεί
έκπληκτος). |
ΒΙΒΛΙΟΠ. |
: |
(Κάνει
προσευχή)… Ουράνιε Πατέρα μας σε ευχαριστούμε που σήμερα έκανες σωτηρία σε
δυο αθάνατες ψυχές. Σε παρακαλούμε να τις αξιώσεις να σε ομολογούν σένα και
την αγάπη Σου στους γύρω τους. Ευλόγησέ τους και βοήθησε και τον υπόλοιπο
κόσμο να πιστέψει στο Χριστό, τον Υιό Σου για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του
και να ζήση μαζί Σου για πάντα στη δόξα του ουρανού, που έχεις ετοιμάσει Εσύ
για κείνους που θα σε βάλουν κεφάλι και οδηγό τους από τη ζωή αυτή. Όλα αυτά
στα ζητούμε στο όνομα και για χατίρι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν. (Χαιρετά
με το χέρι τους δύο – Γιάννη – Μαρία- με την ευχή: «Ο Θεός μας σας ευλογήσει»
και κατόπιν στρεφόμενος στο ακροατήριο λέει:) «Είθε
ο Θεός να μιλήσει σ΄ όλους μας με αυτή την ιστορία»… |