Ο Άσωτος Γιος    (Λουκάς 15:24)

 

ΣΚΗΝΗ Α΄

 

Πατέρας

:

Παιδιά μου αγαπημένα ήθελα να κουβεντιάσουμε λίγο απόψε. Βλέπετε πως η ηλικία μου πια είναι περασμένη. Εσείς είστε η ελπίδα και η χαρά των γηρατειών μου. Η αλήθεια είναι πως ο Θεός μας ευλόγησε τόσο πολύ, ώστε η περιουσία μας είναι αρκετά μεγάλη. δούλους και δούλες έχουμε να μας βοηθούν στις δουλειές. Όλα δόξα στο Θεό είναι άφθονα και ευλογημένα και φυσικά όλα αυτά ανήκουν σε σας τους δυο. Χαίρομαι με σένα πρωτότοκέ μου που σε βλέπω εργατικό και συνετό. Εσύ όμως μικρέ μου γιε, αγαπητό μου παιδί, δεν πολυαπασχολείσαι με τα χωράφια μας και τις άλλες δουλειές. Είδες; Ο αδελφός σου σηκώνεται πρωί – πρωί και με τους δούλους μαζί θα τρέξει να δώσεις οδηγίες, να επιβλέψει τις διάφορες εργασίες τους μα και ο ίδιος εργάζεται μαζί τους. Δεν πρέπει παιδί μου αυτό που μας χάρισε ο Θεός να το αμελούμε. Κι ακόμη αν θέλουμε την ευλογία Του, θα πρέπει κι εμείς να είμαστε εργατικοί και επιμελείς. Για να διατηρηθεί η περιουσία μας αυτή πρέπει όλοι να εργαζόμαστε με ευχαριστία στον Παντοδύναμο.  

Γιος Α΄

:

Πατέρα έτσι είναι. Θυμάμαι και μικρά που ήμασταν μας τα έλεγες αυτά. «Δεν είναι φρόνιμο επειδή έχουμε τους υπηρέτες εσείς να τεμπελιάζετε και να τα περιμένετε όλα από αυτούς. Η εργασία είναι για τον άνθρωπο η ευλογία του Θεού». Και τώρα μάλιστα που είμαι άνδρας το κατάλαβα καλύτερα αυτό. Έχεις δίκιο πατέρα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι δημιουργικός. Είναι η μικρή εικόνα του Θεού, που κι Εκείνος εργάζεται για μας.

Γιος Β΄

:

Εγώ ξέρω πως η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Η ζωή χωρίς γλέντι και διασκέδαση είναι μονότονη και άχαρη. Εξ άλλου αν δε γλεντήσουμε εμείς που τα ΄χουμε, ποιος θα γλεντήσει; Η φιλοσοφία της ζωής είναι «Φάγομεν, πίομεν αύριο γαρ αποθνήσκομεν».

Πατέρας

:

Λυπάμαι παιδί μου γιατί τα λόγια μου πάνε χαμένα. Δε θα ήθελα να γίνω κακός προφήτης, αλλά έτσι που πας δε θα έχεις καλό τέλος.

Γιος Β΄

:

Ε, καλά, καλά πατέρα! Μην το παίρνεις και τόσο κατάκαρδα. Εξ άλλου είμαι και ο πιο μικρός εδώ μέσα και πρέπει να με προσέχετε….

Γιος Α΄

:

Αυτό τι θα πει; Πως είσαι ο πιο μικρός. Δεν είσαι και ανήλικος. Είσαι στην πιο κατάλληλη ηλικία για να προσφέρεις και κάτι μέσα στην οικογένεια. Εξ άλλου, δε ξέρεις κι αυτό που λέει: «Επιμελού, κοπίαζε εν όσο είσαι νέος δια να μη μετανοείς στο γήρας σου ματαίως;».

Γιος Β΄

:

Ουφ! Ουφ! Που έφτασες! Αυτά που έχουμε μας φτάνουν για δύο φορές να γεράσουμε. Κι ύστερα, από τώρα θα κάθομαι να σκέφτομαι τα γεράματά μου; Ποιος ζει… ποιος πεθαίνει…

Πατέρας

:

Παιδί μου, εγώ σαν πατέρας είχα υποχρέωση να σας συμβουλεύσω και βλέπεις πως και ο αδελφός σου που είναι μεγαλύτερος κι αυτός συμφωνεί μαζί μου. Άκουσε τις συμβουλές μας γιατί « Ο ακούων συμβουλές είναι σοφός».

Γιος Β΄

:

Καλά, καλά! Τώρα αρκετά είπαμε και πρέπει να φύγω. Θα τα σκεφτούμε πάλι.

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

 

 

 

(Μια παρέα από φίλους πίνει)

Φίλος Α΄

:

Κι ύστερα σου λένε πως η ζωή δεν έχει χαρές. (ρουφά κρασί). Φφφφ. Τι γλυκιά που είναι η ζωή! Να! Τη βλέπεις μέσα σε αυτό το ποτήρι. Πίνεις κι έρχεσαι στο κέφι.

Φίλος Β΄

:

Πίνεις και τρως. Τρως κι ανασταίνεσαι και ύστερα … κοιμάσαι… και βλέπεις όνειρα και βλέπεις λέει τον παράδεισο …χα, χα, χα.

Γιος Β΄

:

Βρε παιδιά, καλά είναι αυτά. κι εμένα μου αρέσουν, δε λέω, αλλά χρειάζεται να έχεις και πουγκί. 

Φίλος Α΄

:

Για κοίτα τον τον κλαψιάρη! Εσύ βρε κλαις; Που δε ξέρει ο πατέρας σου τι έχει;

Φίλος Β΄

:

Να ΄μουν εγώ….

Γιος Β΄

:

(τον διακόπτει) Έχει, ναι. Αλλά έως πότε θα έχει. Ύστερα είναι και ο αδελφός μου. Δεν τα έχει όλα για μένα.

Φίλος Β΄

:

Κουτορνίθι! Εσύ να προλάβεις να πάρεις αυτά που σου ανήκουν τώρα. Τώρα που είναι πολλά χα, χα, χα. Κι ύστερα ασ΄ τους να βουρλίζονται.

Γιος Β΄

:

(σκεπτικός και λίγο άκεφος)

Φίλος Α΄

:

Έλα, έλα τώρα πουλάκι μου. Γιατί έχασες τη φόρμα σου; Πιες να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Γλέντησε τη ζωή σου τώρα που μπορείς. τώρα που έχεις νιάτα, πορτοφόλι και φίλους, γιατί άμα γεράσεις και σου τρέχουν τα σάλια θα είναι αργά. Τώρα θα χαρείς τη ζωή. Τ΄ ακούς; Τώρα! 

 

 

(Ο άσωτος σηκώνεται και φεύγει στεναχωρημένος. Οι άλλοι πίνουν και γελούν. Η αυλαία κλίνει).

 

ΣΚΗΝΗ Γ΄

 

 

 

(Ο πατέρας καθισμένος και σκεπτικός. Μπαίνει μέσα ο άσωτος).

Γιος Β΄

:

Γεια σου πατέρα. (Κάθεται σκεπτικός).

Πατέρας

:

Γεια σου παιδί μου. Τι έχεις; Σε βλέπω σκεπτικό.

Γιος Β΄

:

Ναι, καλά το διέκρινες… Να… σκέπτομαι πως καιρός είναι να μας μοιράσεις την περιουσία. Έτσι κι αλλιώς δυο παιδιά έχεις…κι ύστερα ο καθένας ας τη διαχειριστεί όπως θέλει. Είμαστε πια άνδρες και μπορούμε να σκεφτούμε πώς να την εργαστούμε.

Πατέρας

:

Παιδί μου, ότι έχω είναι δικό σας και…

Γιος Β΄

:

(τον διακόπτει). Ακριβώς γι΄αυτό σου λέω να μας τα μοιράσεις να τελειώνουμε. Το γοργό και χάριν έχει. Κι αν αδελφός μου δε θέλει τα δικά του, δώσε μου εμένα ότι μου ανήκει.

Πατέρας

:

Λυπάμαι παιδί μου γιατί καταλαβαίνω πως δε βαδίζεις σωστά. Άκουσε το γέρο πατέρα σου. Κάτι ξέρει παραπάνω από εσένα. Δεν είναι καλό να έχεις μέσα στην καρδιά σου τέτοιες σκέψεις.

Γιος Β΄

:

Δε ξέρω τι λες εσύ πατέρα. Ξέρω τι θέλω εγώ και είμαι σε θέση να ξέρω αρκετά καλά το συμφέρον μου. Το δικό μου το μυαλό, που ακόμα ευτυχώς δε σκούριασε, μου λέει πως έτσι πρέπει να γίνει.

Πατέρας

:

Καλά παιδί μου, αφού επιμένεις, αύριο κιόλας θα ξεχωρίσω ότι σου ανήκει κι είσαι ελεύθερος να πάρεις την περιουσία σου και να την κουμαντάρεις εσύ. Μόνο παιδί πρόσεξε. Η ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη. Τα χρήματα στα χέρια ενός νέου, που μάλιστα δε φαίνεται και τόσο λογικός, δεν είναι καλό. Μπορεί να σε οδηγήσουν σε μονοπάτια αδιέξοδα και δύσκολα. Μπορεί να σε φέρουν σε κατηφόρες που οδηγούν σε γκρεμό και να καταστραφείς.

Γιος Β΄

:

Πολύ απαισιόδοξα μου τα δείχνεις όλα. Μαύρα και σκοτεινά. Εγώ ξέρω πως όποιος έχει λεφτά, έχει ευτυχία. Απολαμβάνει τη ζωή. Λοιπόν, όπως είπαμε. Αύριο θα το τακτοποιήσεις το θέμα. Γεια σου πατέρα.

Πατέρας

:

Γεια σου. Στο καλό παιδί μου και ο Θεός να σε φωτίσει.

 

 

ΣΚΗΝΗ Δ΄

 

 

 

(Πατέρας και Γιος Α΄).

Πατέρας

:

Είναι τρεις μέρες τώρα από τότε που πήρε ο αδελφός σου το μερίδιό του. Μα δε βλέπω να πηγαίνει καλά. Αργεί τα βράδια να έρθει και ξεχώρισε πια από την οικογένειά μας, τη συντροφιά μας.

 

 

(Μπαίνει μέσα βιαστικός ο άσωτος γιος)

Πατέρας & Γιος Α΄

 

:

 

Καλώς τον. Και τώρα μόλις λέγαμε για σένα.

Πατέρας

:

Έλα παιδί μου, κάτσε λίγο στη συντροφιά μας. Δεν είναι άλλο καλύτερο σα το σπιτικό, σαν την οικογένεια.

Γιος Β΄

:

Τι λες πατέρα! Η ζωή είναι ωραία όταν έχεις περιπέτεια και ποικιλία. Λοιπόν αυτό ακριβώς ήρθα να σας πω. Με κούρασε η ζωή της οικογένειας, της γειτονιάς αυτής, της πόλης εδώ αν θέλετε. Θέλω να φύγω. Να πάω να δω κι άλλα μέρη. Να δω πως ζουν αλλού οι άνθρωποι. Να δοκιμάσω την τύχη μου βρε αδελφέ. Έξω από αυτούς τους τέσσερεις τοίχους. Σε μια ώρα αναχωρώ με δυο τρεις φίλους μου.

Πατέρας

:

(Τον αγκαλιάζει και πέφτει στους ώμους του). Όχι, παιδί μου, όχι. Μη κάνεις τέτοιο κακό. Δε σκέπτεσαι τι πίκρα θα μου δώσεις; Θα αδειάσει το σπίτι μας σα δε θα σε βλέπουμε στο τραπέζι, που θα καθόμαστε όλοι ένα γύρω να φάμε. Δε θα ΄σαι στην παρέα μας στις γιορτές μας… Στις βραδινές προσευχές μας. Πώς το κάνεις αυτό παιδάκι μου. Μου σπαράζεις την καρδιά.

Γιος Β΄

:

Έλα πατέρα, άσε τα κλάματα. Φτάνει πια. Δεν είμαι κανένα μπεμπεκάκι να τραβιέμαι από τη ζώνη σου. Κοίτα με. Είμαι δυο μέτρα μπόι άνθρωπος. Και είμαι και νέος. ΄

Όλο δράση και ζωντάνια. Θέλω να με καταλάβεις. Δε με χωράει πια τούτος εδώ ο τόπος.

Πατέρας

:

Παιδί μου! Αγαπημένο μου παιδί! Πάντα θα σε αναζητάω και θα περιμένω να σε ξανασφίξω στην αγκαλιά μου. Παιδί μου όπου κι αν θα ΄σαι κι ότι κι αν σου συμβεί να θυμάσαι πως ο πατέρας σου θα σε περιμένει.

Γιος Β΄

:

(Χαιρετά δια χειραψίας και κάπως ψυχρά τον πατέρα και τον αδελφό του) Γεια σου πατέρα! Γεια σου αδελφέ!

Πατέρας

:

Γεια σου παιδί μου και ο Θεός μαζί σου.

Γιος Α΄

:

Γεια σου αδελφέ και καλή τύχη.

 

 

ΣΚΗΝΗ Ε΄

 

 

 

(Ο άσωτος γιος ρακένδυτος, πεινασμένος και κουρασμένος κάθεται σε μια γωνιά προσπαθώντας να φάει μερικά χαρούπια.

Γιος Β΄

:

Πως κατάντησα… Εγώ ένα αρχοντόπουλο να πεθαίνω της πείνας! Κατάντησα να τρώω τούτα εδώ τα ξυλοκέρατα, τα χαρούπια. Να τρώω ότι τρώνε τα γουρούνια. Για σκέψου! Που είναι οι φίλοι που με τριγύριζαν όταν είχα τα λεφτά… Όταν γλεντούσαμε παρέα μέσα στις ταβέρνες και στα καπηλειά. Τώρα στη δυστυχία μου κανένας δεν είναι κοντά μου! Κανένας!... Μόνο τα γουρούνια που βόσκω. Πατέρα μου, γλυκέ πατέρα… Όσο θυμάμαι την πονεμένη ματιά σου! Τα λόγια σου… (κλαίει).

Οι προσευχές σου πατέρα με φυλάξανε στα βρώμικα μονοπάτια που τριγύριζα. Πόσες φορές δεν κινδύνεψα να με σκοτώσουν ή και να αφαιρέσω εγώ τη ζωή κάποιου άλλου από αυτούς τους αισχρούς τύπους που συνάντησα… Τι όμορφο που ήταν το σπιτικό μας! Πόσοι δούλοι μας υπηρετούσαν εκεί! Και για σκέψου! Εκείνοι τρώνε και χορταίνουν και τα έχουν όλα περίσσια… κι εγώ πεθαίνω στην πείνα. Ω Θεέ μου δώσε μου κουράγιο να ξαναγυρίσω πίσω. Θα πέσω μπροστά στα πόδια του και θα του πω: «Πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου. Δεν είμαι άξιος να λέγομαι παιδί σου. Κάνε με ένα δούλο σου.

Αφεντικό

:

Ε! Τι κάνεις εδώ πέρα (τον κλωτσά). Άντε τσακίσου να πας κοντά στα γουρούνια. Εγώ σε έβαλα να τα φυλάς, όχι να κάθεσαι εδώ και να μουρμουράς.

Γιος Β΄

:

Δε μουρμουράω αφεντικό. Αποφάσισα να γυρίσω στον πατέρα μου, στο σπιτικό μου. Η πείνα στη χώρα αυτή με τσάκισε. Δε μπορώ άλλο

Αφεντικό

:

Άμα φτάσεις γράψε μου… Δε λες που βρήκες και τρως και τα χαρούπια των γουρουνιών, μιλάς κι από πάνω

 

 

(Κλείνει η σκηνή).

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄

 

 

 

Σέρνει ο άσωτος κουρελής τα βήματά του και μονολογεί συγκινημένος.

Γιος Β΄

:

Να το πατρικό σπίτι και το αρχοντικό του πατέρα! Τι χαρά κι ευλογία βασιλεύει εκεί μέσα (περπατάει και ξαφνικά έρχεται ο πατέρας χαρούμενος και πέφτει στην αγκαλιά του).

Πατέρας

:

Παιδί μου! Παιδάκι μου! Γύρισες; Γύρισες ακριβέ μου γιε! Βλαστάρι μου!

Γιος Β΄

:

(Γονατίζει μπροστά του, του φιλά το χέρι και λέει)

Πατέρα μου σε πίκρανα. αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα πατέρα… δεν είμαι πια άξιος. Όχι, δε το θέλω να με ξαναπείς γιο σου, κάνε με ένα δούλο σου, ένα υπηρέτη σου… Κι αυτό πολύ θα μου είναι.

Πατέρας

:

Τι λες παιδί μου! Σήκω επάνω! (φωνάζει) Ναδάδ, Βεσθά, ελάτε αμέσως.

(Εμφανίζονται αμέσως οι υπηρέτες)

Υπηρέτης

:

Στις διαταγές σου σεβαστέ κύριε! Μα τι βλέπω! Τι χαρά!

Υπηρέτρια

:

Ήρθες πάλι! Δοξασμένο το όνομα Κυρίου του Σαβαώθ!

Πατέρας

:

Ήρθε! Ναι, ήρθε! Τρέξτε και φέρετε την πρώτη, την πλουμιστή στολή, το δακτυλίδι που φυλά για τόσο καιρό και τα παπούτσια που είχα για αυτόν ειδικά παραγγείλει και να τον ντύσετε. Ο Νάβαν, ο  Εβέδ και οι άλλοι ας ετοιμάσουν το μοσχάρι το σιτευτό να κάνουμε μεγάλο τραπέζι και να καλέσουμε και τους γείτονές μας για να χαρούμε. Να χαρούμε για το παιδί μου που ήταν νεκρό και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε.

 

 

Ακούγεται μουσική και το εδάφιο Λουκάς 15:10

 

 

«Ούτω σας λέγω χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού δια ένα αμαρτωλό μετανοούντα».