Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

 

(Σύγχρονο Δράμα)

 

ΣΚΗΝΗ Α΄

 

Ένα δωμάτιο σπιτιού. Ο πατέρας και ο γιος καθισμένοι βαθιά στις πολυθρόνες τους με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και τις πλάτες γυρισμένες στην πόρτα, παρακολουθούν απορροφημένοι τηλεόραση.

 

Ώρα Ελλάδος 23:00. Και τώρα θα παρακολουθήσετε μαζί μας τη διδακτική εκπομπή «Τα αυτιά των βρικολάκων», μια προσφορά του πανσκοταδιστικού συλλόγου. (Ακολουθεί μια άγρια μουσική. Μπαίνει στη σκηνή η μητέρα).

 

ΜΗΤΕΡΑ

:

Δημήτρη, έλα σε παρακαλώ να ετοιμάσεις του Κυριακού σου σχολείου. Αύριο είναι Κυριακή. Έχουμε εκκλησία. Η ώρα είναι έντεκα και ακόμα δεν ετοίμασες τίποτα. Τι θα γίνει; Σε λίγο θα λες πως νυστάζεις. (Καμιά απάντηση από κανέναν. Κανείς δε γυρνάει). Δημήτρη, μίλησα παιδί μου. Δεν ακούς;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Άσε με ήσυχο μωρέ μαμά και συ τώρα. Όλο εσένα θα ακούμε; Έχω δουλειά τώρα. Δε με βλέπεις;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Τι δουλειά έχεις εσύ βρε παιδάκι μου με τους βρικόλακες; Του Κυριακού σου πότε θα τα ετοιμάσεις;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Αύριο το πρωί

ΜΗΤΕΡΑ

:

Αύριο μόλις θα προλάβεις πάλι να πας. Κάθε Σάββατο το ίδιο ψέμα. Ορίστε, σήκω αμέσως είπα… Κώστα, δε του λες τίποτα εσύ;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Άντε βρε Δημήτρη. Πήγαινε να σταματήσουν οι φωνές και θα σου πω εγώ τη συνέχεια. (Κάθεται πιο βαθιά στην καρέκλα του).

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Μα τι λες τώρα βρε μπαμπά; Αστειεύεσαι; Δε γίνεται τώρα. Εγώ θέλω να το δω. (Κάθεται και αυτός πιο βαθιά).

ΜΗΤΕΡΑ

:

Απορώ πως κάθε χρόνο τους στραβώνεις και σου δίνουν και βραβείο για την επιμέλειά σου. Κάτσε να ΄ρθω στη δασκάλα σου εγώ αύριο να της τα πω όλα. Να μάθεις εσύ να μην κοροϊδεύεις τον κόσμο έτσι ξεδιάντροπα.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Γυναίκα θέλουμε να ακούσουμε, έτσι;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Να σηκωθεί ο Δημήτρης για να σταματήσω.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Να ΄ρθει κι ο μπαμπάς αλλιώς δε σηκώνομαι.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Έλα τώρα βρε γυναίκα. Άστο το παιδί λιγάκι να δει και μετά θα φτιάξει και του Κυριακού του.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Μα πότε Κώστα μου θα τα φτιάξει; Στις μία τα μεσάνυχτα; Είναι τώρα πέντε Σάββατα που κάνουμε την ίδια συζήτηση χωρίς κανένα αποτέλεσμα και ξέρεις ότι ο λεβέντης σου έχασε κάθε όρεξη για τα πράγματα του Θεού.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Δε φταίω εγώ. Αυτοί οι δάσκαλοι φταίνε που δε μας κάνουν καθόλου ενδιαφέροντα πράγματα. Όλα τα ίδια και τα ίδια.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Δεν ακούς λοιπόν με το καλό;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

(Σηκώνεται ο Δημήτρης ξαναμμένος). Να με παρατήσεις ήσυχο. Εμένα δε μου αρέσει το κήρυγμα. Το κατάλαβες; Είναι σκέτη τυραννία.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Γιατί βρε Δημήτρη;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ

:

Να κάθε Σάββατο μου λένε οι φίλοι μου: «Θα ΄ρθεις αύριο για μπάλα;». «Όχι». «Γιατί βρε κορόιδο;» «Θα πάω στο Κυριακό». «Τι ΄ναι αυτό πάλι;» «Μαθαίνουμε για το Θεό και τη Βίβλο» και όλοι με κοροϊδεύουν, με βρίζουν, με χτυπάνε, γελάνε μαζί μου. Με λένε χαζό και καθυστερημένο. Δε το θέλω αυτό το Κυριακό. Το ακούσατε; Δε το θέλω πια. (Φεύγει κλαίγοντας, ενώ ο πατέρας σηκώνεται όρθιος).

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Άσε μας μωρέ γυναίκα τώρα. Άσε μας στην ησυχία μας, μη με πιάσουνε τα διαβόλια μου. Άντε μπράβο να χαρείς. (Πηγαίνει και φέρνει το Δημήτρη). Έλα αγοράκι μου, μη μου στεναχωριέσαι εσύ. (Τον χαϊδεύει). Έλα κάτσε να δούμε και μη στεναχωριέσαι καθόλου και άμα δε θέλεις η ξαναπάς στο Κυριακό ποτέ. Εντάξει μανάρι μου; Έτσι να σε χαρώ εγώ. (Ξαναστρώνεται στην τηλεόραση, ενώ η μητέρα τους κοιτάζει θλιμμένη με σταυρωμένα τα χέρια).

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

 

Πάντα στο ίδιο δωμάτιο, οι γονείς καθισμένοι.

 

ΜΗΤΕΡΑ

:

Πως το βλέπεις Κώστα το παιδί τώρα τελευταία;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Τι έχει τώρα τελευταία το παιδί; Κίτρινο είναι;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Δε ρωτάω από υγεία πως είναι. Η συμπεριφορά του. Οι αντιδράσεις του δε σε ανησυχούν καθόλου;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Εγώ δε πρόσεξα τίποτα το ανησυχητικό. Ίσως λίγο ζωηρούλης να είναι, αλλά καλύτερα έτσι κι όχι κοιμισμένο, κουτορνίθι. Τι θα το κάνουμε; Καλύτερο;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Η γλώσσα του, το στόμα του σε ευχαριστεί; Λέω εγώ μια κουβέντα κι εκείνος δεκαπέντε. Κι αυτές οι λέξεις που μας κουβαλάει το τελευταίο καιρό, δεν πειράζουν; Ότι ακούει έρχεται και μας το σερβίρει. Εσύ δε τον μάλωσες αλλά βάζεις τα γέλια λες και σε γαργαλάνε.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Έλα τώρα, μικροπράγματα. Άμα μεγαλώσει θα στρώσει.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Πως θα στρώσει με αυτές τις παρέες που απέκτησε; Είδες με ποιους κάνει παρέα; Είδες πόσο αργεί να έρθει στο σπίτι μετά το σχολείο; Δε σου ΄λεγε ο δάσκαλός πως στην τάξη του έγινε ο πρώτος ταραξίας;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Έλα τώρα βρε γυναίκα, υπερβάλεις. Μια χαρά παιδί είναι.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Κώστα μου, σε παρακαλώ, προσπάθησε λίγο να καταλάβεις. Κάθε μέρα μόλις γυρίσει από το σχολείο δίνει μια στην τσάντα και όπου φτάσει. Και ύστερα μέχρι το βράδυ τον χάνεις. Πηγαίνει λέει για παιχνίδι. Μα που πάει; Έμαθες ποτέ; Ρώτησες κανέναν; Ξέρεις που βρίσκεται το παιδί σου τόσες ώρες; Δε φοβάσαι καθόλου με τόσα και τόσα που διαβάζεις κάθε μέρα στις εφημερίδες και ακούς να γίνονται γύρω μας; Πες μου λοιπόν, καθόλου δε σε νοιάζει;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Βρε καημένη γυναίκα, κάνεις σαν να βρίσκεσαι στη ζούγκλα. Τι θα γίνει δηλαδή; Θα το φάει κανένα λιοντάρι ο παιδί; Σε πολιτισμένο κόσμο ζούμε. Και ύστερα, άσε τον να βγει στην ζωή σιγά σιγά. Πως θα ξυπνήσει; Πώς θα του ανοίξουν τα μάτια άμα το φυλακίσουμε εδώ μέσα; Τούβλο θες να γίνει;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Δηλαδή για να μη γίνει τούβλο, πρέπει να το αφήσουμε να κάνει ότι θέλει εκείνο; Μπορεί το παιδί να κρίνει μόνο του; Μπορεί να αποφασίσει σωστά; Εσύ έτσι μικρός τα κατάφερνες; Για θυμήσου λιγάκι. Κι ύστερα για να ανοίξουν τα μάτια του, πρέπει να χαθεί ολόκληρο μέσα στη βρωμιά; Δε φοβάσαι μήπως την αγαπήσει και δε ξαναγυρίσει ποτέ πια;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Γυναίκα, τα παραλές. Εγώ αυτά τα ακούω βερεσέ και για να είμαι ειλικρινής έτσι το χαίρομαι το παιδί μας. Παιδί του 21ου αιώνα με τα όλα του. Να βγάζουν σπίθες τα μάτια του. Και ξέρεις και κάτι ακόμα; Με Θεούς και τα παρόμοια καλά θα κάνεις να μη το ζαλίζεις άλλο. Όσο ήταν μωρό αυτά δε πείραζαν. Από εδώ και στο εξής δε θέλω να σε ξανακούσω να του κάνεις το κεφάλι του τούμπανο.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Με συγχωρείς αλλά αυτό δεν το έχεις ξαναπεί.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Το λέω τώρα για πρώτη και τελευταία φορά

ΜΗΤΕΡΑ

:

Αυτό που μου ζητάς δεν είναι καθόλου σωστό. Για σκέψου λιγάκι σε παρακαλώ. Άλλωστε για θυμήσου όταν γνωριστήκαμε τι μου υποσχέθηκες, ότι ποτέ δε θα με εμποδίσεις στις σχέσεις μου με το Θεό και θα έχω όλο το δικαίωμα να διδάξω και τα παιδιά μας. Έτσι δεν είναι;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Δε θυμάμαι τίποτα.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Κώστα με συγχωρείς αλλά δε θέλεις να θυμάσαι.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Είτε έτσι είτε αλλιώς είπα και τελείωσε. Κι αν δε θέλεις να αλλάξεις τακτική κοίταξε να κάνεις αυτό που σου είπα. (Η μητέρα σκύβει και χουφτώνει το κεφάλι της). Αυτά να τα σκεφτόσουν μερικά χρόνια νωρίτερα. Τότε που μου ΄κανες τα γλυκά μάτια, τότε δε σκεπτόσουν με ποιον έμπλεκες; Από τότε δεν ήξερες τι ήμουν και τι πίστευα;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Ναι αλλά και εσύ μου υποσχέθηκες πως ποτέ δε θα εμπόδιζες την πνευματική μου ζωή.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Και πως θα σε κατάφερνα καημενούλα; Με γλυκόλογα με το κιλό για να σε φέρω στα νερά μου. Εσύ δηλαδή ποτέ δεν είπες κανένα κολακευτικό μικροψεμματάκι;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Ένα πράγμα έχω να σου πω. Το παιδί μας δεν πάει καλά. Καθόλου καλά και να είσαι βέβαιος πως σύντομα θα μετανιώσεις για την τακτική σου. Φοβάμαι μόνο μήπως είναι πολύ αργά.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Άσε του φόβους πάνω μου. Είμαι υπεύθυνος εγώ και να δεις που και χωρίς το Θεό σου και τα πιστεύω σου θα φτάσει ψηλά το παιδί μας. Θα το δεις και δε θα το πιστεύεις.

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ Γ΄

 

Ο πατέρας και η μητέρα καθιστοί, βαθιά λυπημένοι. Η μητέρα τον κοιτάζει επίμονα. Γυρνάει και εκείνος και την κοιτάει.

 

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Σταμάτα τώρα να με κοιτάζεις λοιπόν. Δε μου φτάνει ο πόνος μου;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Και τι να τον κάνω τον πόνο σου τώρα; Και τον δικό μου πόνο ποιος θα τον νιώσει. Τρεις μέρες τώρα και δε έχουμε κανένα νεότερο, Ζει, πέθανε; Κανείς δε ξέρει; Ω, Θεέ μου. Και γίναμε και διάσημοι. Εφημερίδες, ραδιόφωνα, όλοι για μας μιλάνε.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Σώπα που πέθανε βρε γυναίκα. Δε γίνεται. Αυτό δε θα γίνει ποτέ για το Δημήτρη μου, το χρυσό μου…

ΜΗΤΕΡΑ

:

Δεν είπα πως πέθανε. Είπα πως κανείς δε ξέρει τίποτα και να δούμε πότε θα μάθουμε, αν μάθουμε και τι θα μάθουμε.

(Ο σύζυγος χουφτώνει σκεφτικά το κεφάλι του. Κάποιος χτυπάει την πόρτα).

ΜΕΛΠΩ

:

Επιτρέπετε καλέ, επιτρέπετε;

ΜΗΤΕΡΑ

:

Έλα κυρία Μέλπω, κάθισε.

ΜΕΛΠΩ

:

Αχού καλέ, άκουσα για το Δημητρούλι σας στην τηλεόραση και ήρθα να σας παρηγορήσω. Και χθες και σήμερα το είπανε. Η γειτονιά ολόκληρη έχει βουίξει. (Ο σύζυγος την κοιτάζει αγριεμένα). Και που λέτε αυτό το φαινόμενο είναι συχνό. Τις προάλλες διάβαζε ο άνδρας μου μια εφημερίδα που έγραφε στο εξωτερικό ότι εξαφανίζονται χιλιάδες νεαροί και πάνε λέει να κάνουν την ντόλτσε βίτα, γλυκιά ζωή που λένε.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Και ύστερα;

ΜΕΛΠΩ

:

Και ύστερα άλλοι γυρνούν πάλι, άλλοι πεθαίνουν με αυτά τα ναρκωτικά, που τα βάζουν σε σύριγγες, άλλους τους καρφώνουν με στιλέτα. Να αυτά.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

(Σηκώνεται ο σύζυγος αγριεμένος. Σηκώνεται και η κυρία Μέλπω και κάνει δύο βήματα πίσω). Κυρία Μέλπω πας σπιτάκι σου να μας αφήσεις στον πόνο μας;

ΜΕΛΠΩ

:

Μα κυρ Κώστα μου μη φοβάσαι. Εγώ πιστεύω ότι το παιδί θα γυρίσει, μα καμιά εκδρομούλα θα πήγε και ξέχασε να σας πει. Παιδί πράγμα. Μη στεναχωριέστε καθόλου. Η στεναχώρια μαλακώνει τα ούλα και πέφτουν τα δόντια. Άντε και να με συγχωρείτε. Α, και κάτι άλλο. Κοιτάξτε να ξεσκάσετε όσο μπορείτε. Να σκέφτεστε άλλα πράγματα. Έχει σήμερα στην τηλεόραση ένα έγχρωμο σίριαλ για τις σφαλιάρες που έριχνε η πως τη λεν στον Σωκράτη. Μη το χάσετε έτσι; Θα ξαναπεράσω να μου πείτε αν σας άρεσε και θα σας φέρω και γλυκό νεραντζάκι από τον κήπο μας. Άντε και με συγχωρείτε. Με το συμπάθιο ε;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Άντε και συ τώρα να μη σου τα σύρω μαζεμένα… Βρε τι μας βρήκε; Ποιος το περίμενε… μου φαίνεται πως πάω να τρελαθώ.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Άκουσα Κώστα μου, αντί να τρελαθείς να ζητήσεις το έλεος του Θεού. Πόσο ακόμα θα κρατάς την καρδιά σου κλειδωμένη; Ίσως ο Θεός μας ακούσει και φυλάξει το παιδί μας.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Όσο το παιδί δεν αφήνει κανένα σημάδι ζωής, δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο.

(Χτυπάει η πόρτα)

Εμπρός…

(Μπαίνει κάποιος χωροφύλακας).

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

:

Είστε ο πατέρας του Δημήτρη Ασωτίδη;

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Μάλιστα, εγώ είμαι. Έχετε τίποτα νεότερο;

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

:

Βέβαια έχουμε

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Βρέθηκε το παιδί; Μπορούμε να το δούμε; Να το φέρουμε στο σπίτι; Το καμάρι μου.

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

:

Πολύ βιάζεστε κύριε Ασωτίδη. Το «καμάρι» σας είναι μέλος μιας συμμορίας αδίστακτων ανηλίκων, που ακόμα δε ξέρουμε τι ακριβώς έχουμε διαπράξει. Πιάστηκαν την ώρα που τσακωνόντουσαν στη μοιρασιά.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Δεν είναι δυνατόν. Ο Δημητράκης μου… Γυναίκα, μια καρέκλα. Το αγγελούδι μου, το χρυσούλι μου. Και γιατί δε μπορώ να το δω ε; Γιατί;

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

:

Με εντολή του διοικητή θα απομονωθούν σε ειδική πτέρυγα στο αναμορφωτήριο των φυλακών και δυστυχώς για σας απαγορεύεται κάθε επικοινωνία μαζί του.

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Τι; Εγώ ο πατέρας του, δε μπορώ να πάρω το παιδί μου; Δεν έχετε το δικαίωμα να μου το στερήσετε. Τ΄ ακούσατε; Δεν έχετε το δικαίωμα. Πρέπει να το πάρω και να το προστατεύσω.

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

:

Αυτά κύριε Ασωτίδη, έπρεπε να το σκεφθείτε λίγο νωρίτερα. Προς το παρόν, όχι να το πάρετε μα ούτε και να το δείτε δεν επιτρέπεται. Λυπάμαι μα φοβάμαι πως για σας είναι κάπως αργά.

(Φεύγει. Ο πατέρας τον κοιτάει σαν χαμένος. Τον πλησιάζει η γυναίκα του… Γυρίζει και την κοιτάει).

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Μπορείς να με συγχωρέσεις; Έτσι άθλιο, μπορεί άραγε να με δεχθεί ο Θεός;

(Σκύβει το κεφάλι. Ακούγεται η Μέλπω που περνάει απέξω).

ΜΕΛΠΩ

:

Καλέ, είδατε τις σβουριχτές που άρπαξε ο Σωκράτης ο φιλόσοφος; Δε πιστεύω να το χάσατε. Ήτανε σκέτη τρέλα. Θα έρθω το πρωί να πιούμε καφεδάκι και να τα πούμε. Θα φέρω και το νεραντζάκι. Άντε όνειρα γλυκά. Με το συμπάθιο ε; (Φεύγει).

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Ξέρεις κάτι; Αυτό δεν είναι για μας.

ΜΗΤΕΡΑ

:

Έχεις δίκιο. Δεν είναι για μας

ΠΑΤΕΡΑΣ

:

Μόνο που… (σηκώνεται και δίνει μια κλωτσιά στο τραπεζάκι με την τηλεόραση) πολύ αργά το κατάλαβα.

(Η Μέλπω ακούει το θόρυβο και γυρνάει).

ΜΕΛΠΩ

:

Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Θεός φυλάξει κι άγιοι απόστολοι νικάνε. Καλέ είστε καλά για να βάλλω τις φωνές;…

(Ενώ φεύγει η Μέλπω, ο σύζυγος ξανασκύβει και χουφτώνει το κεφάλι του, ενώ πίσω του ακούγεται μια φωνή: Ματθαίος ζ: 26-27).