Η εκδίκηση του Γιώργη
ΣΚΗΝΗ Α΄
Νησιώτικο
καφενείο. Το παράθυρο βλέπει στη θάλασσα.
Ο
καφετζής με ποδιά κοιτάει έξω με το ένα πόδι ακουμπισμένο στην καρέκλα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Φεύγει
το καράβι. Άντε, καλό σου ταξίδι. Σε μια βδομάδα πάλι θα το ξαναδούμε. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Θα
΄χει σκαμπανεβάσματα όξω στον κάβο. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Μπα,
δε βαριέσαι. Έτσι και νυχτώσει θα καλμάρει ο μαΐστρος. Αυγουστιάτικος είναι. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Δεν
έχεις δίκιο. Εμείς κάποτε με το Λήμνος που ήταν θεριό της θάλασσας το πολεμικό,
πιάσαμε Κέρκυρα, τέτοιες μέρες Αυγουστιάτικες. Ε λοιπόν, ντροπιασμένοι
κοτσάραμε στον όρμο της αρίτσας από το μαΐστρο. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Μα
δεν άκουσες που λεν καπετάν Νικόλα « Θε μου βοήθα με τον Αύγουστο από μαΐστρα
και το Γενάρη από μπόρες»; |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Άλλη
μια φορά, σάμπως θυμάμαι πόσα χρόνια τώρα, ταξίδευα με ένα φραντσέζικο
γκαζάδικο, Πλοέστι-Μαρσίγια. Καλοτάξιδο σκαρί, αλλά παλιό. Μια μέρα πριν
μπούμε στα Δαρδανέλια, Μάρτη μήνα, μας πιάνει μια μπουκαδούρα από τη μεριά της
Τραπεζούντας. Ε, ρε μάτια μου και να ΄βλεπες χορό. Τα χρειάστηκε το πρώτος.
Αγάντα παιδιά, πιάσαμε βάρκες. Μπήκαμε στην πόλη θυμάμαι με δυο σενεγαλέζους
ναύτες τραυματισμένους βαριά. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Κι
εγώ όντας ταξίδευα, τα μαΐστρα της μπούκας τα φοβήθηκα. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Εσύ
ταξίδευες εδώ, γιαλό –γιαλό. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Ναι,
αλλά με καρυδότσουφλα και όχι με καράβια σιδερένια, μάστορά μου. Εδώ σε θέλω. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Άντε
και θα τα τσουγκρίσουμε πάλε. Μου βάζεις μαυροπέλαο, ατλαντικό και ειρηνικό,
με το μπουγάζι του κάβο – ντόρο και της Ικαρίας; Σα δε ντρέπεσαι! (Μπαίνει
ο Μαθιός). |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Γεια
χαρά. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Καλώς
το Μαθιό. Άφηκε κόσμο το καράβι; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Λίγους.
Δύο βάρκες. Τη δική μου γιομάτη και του μπάρμπα σου τέσσερι – πέντε θαρρώ. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Κανας
δικός; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Ναι
ορέ, πώς το ξέχασα; Ήρθε από τα ξένα ο Γιωργής. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Ποιος
Γιωργής; Της Ελένης του σκοτωμένου… |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Χμ…
(σοβαρά). Κακό μαντάτο, μωρέ Μαθιό, μας κουβάλησες. Φέρε δυο μαστίχες να
πιούμε. Λοιπόν; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Λεβέντης
καλοσυνάτος. Γερός, δυνατός. Πέντε μπαούλα πράμα και τρεις τενεκεδένιες
βαλίτσες, χωριστά τις κρατούσε στα χέρια του. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Ήταν
η μάνα του κάτω; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Αμέ,
κι η αδελφή του. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Ήσουνα
κοντά που μιλήσανε; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Όχι, κλαίγανε οι γυναίκες. Η αδελφή του σκύλα.
Πα-πα-πα. Χλωμάντερο στριμμένη. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Άσε
κι η μάνα δεν πάει πίσω. Για λέγε, μωρέ Μαθιό. Μεγάλη η δουλειά, να ΄ρθει ο
Γιώργης του σκοτωμένου. Πόσα χρόνια έλειπε; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Άκουσα
δεκαεπτά. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Έτσι
είναι. Να σου πω εγώ. Τη μέρα που ΄φευγε, γεννήθηκε η κόρη μου η Τριανταφυλλιώ.
Καλοθύμητη μέρα το λοιπόν. Έτσι είναι. Έτσι είναι. Δεκαεφτά χρόνια. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Μια
ζωή, κουμπάρο Νικόλα. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Πραγματικά.
Δε μου λες, Μαθιό, πώς τον είδες; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Γελαστός.
Περπατούσε στη μέση. Κρατούσε το χέρι της μάνας του και είχε το άλλο χέρι
στις πλάτες της αδελφής του. Μου λέγανε πως την ώρα που περνούσανε από το
σπίτι του φονιά, του φαροφύλακα, γύρισε κι η μάνα κι η αδελφή και κοίταξαν τα
παράθυρα. Η αδελφή έφτυσε χάμω και κάτι είπε. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Κι
ο Γιώργης; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Μου
λέγανε πως χαμογέλασε. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Χμ…Μπορεί
και να ΄ναι χαμόγελο εκδίκησης. Σάλτα, φέρε λοιπόν τις μαστίχες. Για να δούμε.
(Σιωπή). Για να δούμε. Θαρρώ πως θα ΄χουμε εξελίξεις, κατά που λένε. |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Ο
Θεός να βάλει το χέρι του. Μπας κι έχουμε τίποτες καινούρια φονικά. Θυμάμαι
στη κηδεία του σκοτωμένου. Ούρλιαζε η κόρη του, πως μόλις θα ΄ρθει ο Γιωργής ο
αδελφός της, θα πάρει το αίμα πίσω η φαμίλια. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Και
εγώ, λοιπόν, καλά λες, το θυμάμαι. |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Τίποτε.
Αυτό που λέω και το πιστεύω. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. |
ΣΚΗΝΗ Β΄
Στο
σπίτι του Γιώργη. Νησιώτικο δωμάτιο. Στο τοίχο ένα καράβι ξύλινο κρεμασμένο.
Παράθυρο
που βλέπει προς τη θάλασσα. Η Μάνα – Ελένη πλέκει. Ο Γιωργής διαβάζει τη Βίβλο.
Η Κατερίνα, ορθή βηματίζει. Μετά από μακριά σιωπή.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Διαβάζεις
Γιωργή; (ειρωνικά) |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ναι,
Κατερίνα μου. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Το
αιώνιο βιβλίο, που χόντρυνε το πετσί σου; |
ΕΛΕΝΗ |
: |
Κατερίνα,
παιδί μου!... |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Άφησέ
την μάνα να μιλήσει… |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Θέλεις
να πεις, αφήστε την παλαβή να χτυπιέται. (Πλησιάζει απειλητικά) Δεν είσαι ο
Γιώργης του σκοτωμένου. Είσαι ένας γυμνοσάλιαγκας, ένας σιχαμένος. Κι εγώ η
δόλια περίμενα να ρθει από τα ξένα ο αδελφός μου να στυλώσει την τιμή του
σπιτιού. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
(γλυκά)
Σε ένα πράγμα θα πρέπει να συμφωνήσω μαζί σου. Δεν είμαι εκείνος που ΄φυγα.
Είμαι ένας άλλος Γιώργης. |
ΕΛΕΝΗ |
: |
Εξήγησε,
τι θέλεις να πεις παιδί μου. Η Κατερίνα δε σε νοιώθει. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
(άγρια)
Νοιώθω – νοιώθω καλά μάνα, που παίρνεις τώρα τα νερά του καραβιού του γιου
σου. Νοιώθω τι λέω. Γίναμε το ρεζίλι του χωριού. Αύριο θα ΄ρθει ο φονιάς, ο
φαροφύλακας, να μας φτύσει στα μούτρα. Το αίμα του πατέρα μου κράζει. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Το
άκουσες, εσύ; |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Το
ακούει το φιλότιμο των αντρώνε σ΄ όλο το νησί. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
(σηκώνεται
και πλησιάζει την Κατερίνα. Βάζει το ένα του χέρι στον ώμο της) Τι νομίζεις
πως πρέπει να κάνω αδελφή; |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Μη
μ΄ αγγίζεις. Να βάλεις φουστάνια και να βάλω εγώ τα παντελόνια σου. Δεν είσαι
άνδρας εσύ. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Μεγάλη
η κουβέντα σου. Και μεγάλη η γλώσσα σου, αδελφή. |
ΕΛΕΝΗ |
: |
Μην
την παίρνεις στα σοβαρά. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Πάψε
μάνα. Σου σκοτώσανε τον άνδρα μες στο σπίτι σου και όχι κανένα σκύλο |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Τι
θες λοιπόν; |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Αίμα,
θέλω αίμα. Να βγω στο πανηγύρι κυρά αρχόντισσα. |
ΕΛΕΝΗ |
: |
Ένας
στο χώμα, δύο στο χώμα και ο γιος μου στη φυλακή. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Είναι
πιο βαριά η φυλακή της ντροπής του κόσμου. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Δεν
νοιάζομαι για τη γνώμη ενός κόσμου, που δε ξέρει την αλήθεια. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Κούκος,
εσύ μοναχός θα φέρεις την άνοιξη. Κάλλιο να μην ερχόσουνα. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Να
ζούσες με την ελπίδα της εκδίκησης. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Ναι,
χίλιες φορές ναι. Σε περίμενα να μπεις με τα σαντούρια στον καφενέ του
χωριού, να κεράσεις, να μεθύσεις με μαστίχα κι απέ να πας άντρας κάτω από το σπίτι
του φονιά να βγει όξω με το μαχαίρι του και να τον σφάξεις κατά που ΄σφαξε
τον πατέρα σου. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Και
ποιος το λέει αυτό; Ο Θεός έχει δώσει νόμος αγάπης. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Υπάρχει
ένα άλλος νόμος, ο νόμος της ζωής και της τιμής. Και της ντροπής Γιωργή. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Δε
μπορώ να παρακούσω τη φωνή του Θεού. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Ποιου
από όλους; |
ΕΛΕΝΗ |
: |
Εγώ
φεύγω, πάω να ετοιμάσω για φαί (φεύγει σιγά σιγά) και ησυχία ε; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Κάτι
ρώτησες. Ένας Θεός υπάρχει. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Προσβάλει
το Θεός με τέτοια λόγια που αραδιάζει. Στον ένα λέει σκότωσε και σκοτώνει,
στον άλλο λέει, φίλησε το ματωμένο χέρι του φονιά του πατέρα σου. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Λάθος,
ο φαροφύλακας δεν άκουσε τη φωνή του Θεού. Ο Διάβολος τον έκανε φονιά. Εσύ
δεν έχεις το δικαίωμα τώρα να λες τέτοια λόγια. Σου διάβασα, σου εξήγησα. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Με
ρεζίλεψες διπλά. Στην πηγή προψές η Μαργαρώ του Νικήτα, μου ΄πε: «Αλήθεια Κατερίνα
ο αδελφός σου έγινε Φραγκόπαπας;». Γελάσανε οι άλλοι και δάγκωσα το χείλι μου
να ματώσει, αλλά δε μίλησα. Του σκοτωμένου η θυγατέρα δε μπορεί να έχει ζωή,
ούτε τιμή. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Η
τιμή σου, η τιμή μου, η τιμή όλων μας είναι ένα ματωμένο μαχαίρι; Η εκδίκηση; |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Μιλάς
τη γλώσσα των γυναικώνε. Δε με νοιώθεις! |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Μιλάω
τη γλώσσα του ευαγγελίου. Δε θέλεις να την καταλάβεις. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Άκου
Γιωργή. Για μένα πρώτα είναι η κοινωνία, ο κόσμος. Η γνώμη Του τ΄ άλλα είναι
μετά! |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Όχι,
όχι. Πρώτα είναι η εκδίκηση. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Πάρτο
έτσι. Είμαι φτιαγμένη για εκδίκηση. Φταίω εγώ; Σκέψου μήπως ο Θεός που με έφτιαξε
έτσι, παίρνει τις ευθύνες που συ δίνεις σε μένα; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Φταις,
όχι γιατί είσαι όπως είσαι, όποια είσαι, αλλά γιατί μπορείς να αλλάξεις και
δε θέλεις. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Θέλω
αν δω για να πιστέψω. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Πρέπει
να πιστέψεις για να δεις. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Γιώργη
έρχονται ώρες που σε μισώ. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Δε
με εκπλήσσεις. Περιμένω το μίσος σου. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Και
δε σε νοιάζει; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Αν
δε φταίω για αυτό με τιμάει. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Είσαι
τόσο μεγάλος… |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Είναι
πιο μεγάλος Εκείνος που μ΄άλλαξε. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Δεν
αγαπάς την αδελφής σου. Αγαπάς πιότερο το φαροφύλακα, το φονιά του πατέρα
σου. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Αγαπάω
την αδελφή μου και λυπάμαι κι αυτήν και το φαροφύλακα. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Κρύβω
μια σκέψη. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Πες
την σα να ΄σουν άνδρας. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Δεν
αγαπάς, δε λυπάσαι το φαροφύλακα. Είσαι δειλός. Τον φοβάσαι. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ο
Θεός ας μου δώσει ευκαιρία να σου δείξω, πως η καρδιά μου είναι λιονταρίσια. Θεός
και δειλία είναι νερό και φωτιά. Δεν ταιριάζουν. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Πρέπει
η ιστορία να πάρει τέλος. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Το
μαχαίρι και το μίσος δεν είναι νερό στην πυρκαγιά. Είναι λάδι και πετρέλαιο.
Την φουντώνει. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Περιμένω
απάντηση. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Θα
κάνω το θέλημα του Θεού. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Είναι
Γιώργη ο στερνός σου λόγος; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Είναι
η φωνή του θεού που πιστεύω. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Και
εγώ που θέλω την τιμή του σπιτιού, τη δική σου τη τιμή Γιώργη, είμαι άθεη; Δεν
πιστεύω στο Θεό; Με δικάζεις εσύ; Ποιος είσαι λοιπόν εσύ; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Άθεος
δεν είναι εκείνος που δε δέχεται την ύπαρξη του Θεού, μα άθεος είναι εκείνος
που δε ζει με το θέλημα του Θεού. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Στερνός
σου λόγος είναι το όχι; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Στερνός
μου λόγος είναι πως συγχώρησα το φονιά, καθώς και μένα με συγχώρησε ο Θεός
στο σταυρό. Τίποτε άλλο, Κατερίνα. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Μωρέ
άνδρας! Να σας έσφαζα και τους δυο. Το φονιά για το σκοτωμό του πατέρα μου
και σένα γιατί ντρόπιασες το αίμα του πατέρα μου. |
ΕΛΕΝΗ |
: |
(Μπαίνει
αργά) Άντε κοκοράκια μου, έψησα τα ψάρια και έπιασα κρασί από το δικό μας. Μα
τι έχετε; Τι σας συμβαίνει; |
ΣΚΗΝΗ Γ΄
Στο καφενείο. Φυσάει άγρια.
Βρέχει. Αστράφτει. Είναι νύχτα. Τα πρόσωπα Νικόλας, Καφεντζής, Γερο – Μάρκος,
Γιώργης.
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Καταραμένη νύχτα. Το
καράβι δεν έπιασε. Δε μπόρεσε ούτε να περάσει τον κάβο μας. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Πρώτη φορά στο νησί μας, να
μας κλείσει ο καιρός οκτώ μέρες. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Γιώργη εσύ θα είδες κακούς
καιρούς εκεί που ζούσες… |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ναι αλλά έχουν μέσα
δρόμους, ναυαγοσωστικά. Του κόσμου της ευκολίες. |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Δεκαπέντε μέρες να πιάσει καράβι.
Χθες κουβεντιάζαμε με το γιατρό και μου λεγε αν του τύχει κανένα κακό δε θα
΄χει σε λίγες μέρες ούτε ασπιρίνη. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Και με τέτοιες αγωνίες
άντε να μη πουδιάσει ο κόσμος. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Γέρο Μάρκο και συμπάθα με.
Εσύ προεστός τόσα χρόνια στο χωριό, αν ξέρεις καμιά φαμίλια ψαράδικια που
΄κλεισε ο καιρός χωρίς ψωμί κάμε κατά που κατέβαινες και πες μου τι σοι θέλω.
Κατάλαβες; |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Ναι Γιώργη μου σε νιώθω. Η
κοινότητα φτωχιά είναι. Κανα δύο ψαροφαμίλιες, δεν τις άφησαν έτσι. Είπα στο
Θωμά να τους δώσει λίγο αλεύρι να μη μείνουν αζύμωτες και να μη σου κρύψω … |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Πες το του Γιώργη. Είναι
άγιος ο Γιώργης. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Άγιος είναι ο Θεός. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Ξέρω τι λέω Γιώργη, το χωριό
μολογάει για σένα. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ας είναι λοιπόν. |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Είπα να δώσουμε λάδι κι
αλεύρι στην οικογένεια του φαροφύλακα. Συμπάθα με μωρέ Γιώργη. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Γιατί να σε συμπαθώ γερο –
Μάρκο; Αν πρέπει μια φαμίλια να μη πεινάσει, πρέπει να είναι το φαροφύλακα.
Είναι πολύ φτωχός. |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
(Μπαίνει αλαφιασμένος)
Στάξει νερά. Αστράφτει. |
ΚΑΦΕΝΤΖΗΣ |
: |
Τι συμβαίνει Μαθιέ; |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Αμάν χωριανοί. Ο φαροφύλακας
δέκα μέρες χωρίς ψωμί, πεθαίνει. Κάνει σινιάλα από το βραχαδούρι με το
λαδοφάναρό του. Όλο το χωριό είναι στο γιαλό. Δε θα αντέξει τέτοιο κρύο χωρίς
ψωμί. (Σηκώνονται όλοι). |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Τι θα κάνουμε χωριανοί; Θα
πεθάνει ένας άνθρωπος από πείνα και κρύο; (Μπαίνει σαν τρελή η
Κατερίνα) |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
(Στον αδελφό της) Ο Θεός
της τιμής μας εκδικιέται Γιώργη. Ο φονιάς πεθαίνει. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Φύγε Κατερίνα. Πήγαινε
σπίτι. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Φεύγω αλλά ο φονιάς πεθαίνει.
Δεν έχει κουράγιο να ανεβεί τα σκαλιά του φάρου. Απόψε τον άφησε σβηστό.
Χα,χα,χα… |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Είναι φοβερό. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Χαλασμός απόψε. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Τι με κοιτάτε; Ποιος θα ΄ρθει
μαζί μου να πάμε στο βραχονήσι; Δεν είναι κανένας άνδρας εδώ; |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Πως; Εσύ, εσύ, εσύ θα πας
να σώσεις το φονιά του πατέρα σου; |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Φεύγα λοιπόν Κατερίνα. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Όχι (ουρλιάζει). Όχι, όχι ποτέ!
Μια βάρκα μονάχα είναι εδώ. |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Η δική μου. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
Θα τη λύσω να τσακιστεί
στα βράχια. Δε θα πάτε, δε θα πάτε πουθενά. (φεύγει). |
ΜΑΘΙΟΣ |
: |
Μη Κατερίνα! |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Πιάστε την, πιάστε την. |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ |
: |
(φεύγοντας) Ποτέ, ποτέ στο
φονιά ψωμί και σωτηρία. |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Τρέξε Μαθιέ, κράτησέ την. (Φεύγει ο Μαθιος) |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ετοίμασε ψωμί καφετζή,
λάδι, οινόπνευμα, καφέ ζάχαρη και λαρδί. Δικά μου έξοδα. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Αμέσως Γιώργη. |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Ποιος θα ΄ρθει μαζί μου; (Σκυμμένα κεφάλια). |
ΓΙΩΡΓΗΣ |
: |
Κανένας, μα κανένας
λοιπόν; Για το όνομα του Θεού… Τότε θα πάω μόνος μου. (Φεύγει αφού παίρνει από
τον καφετζή τα πράγματα) |
ΜΑΡΚΟΣ |
: |
Τι να σας πω μωρέ παιδιά. Τον
άλλαξε η ξενιτιά το Γιώργη. |
ΝΙΚΟΛΑΣ |
: |
Θαρρώ πως όχι η ξενιτιά,
αλλά εκείνο το χοντρό βιβλίο που διαβάζει. |
ΚΑΦΕΤΖΗΣ |
: |
Η Αγία Γραφή. |